27 Νοε 2014

Ανέκδοτη αυτοπροσωπογραφία του Σαλβαντόρ Νταλί


Ξέρω τι τρώω Δεν ξέρω τι κάνω

Ευτυχώς δεν είμαι από εκείνους που όταν χαμογελούν φαίνονται απομεινάρια, έστω και μικρά, φρικτά και αποτροπιαστικά, από σπανάκι κολλημένο στα δόντια τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι βουρτσίζω τα δόντια μου καλύτερα από τους άλλους· οφείλεται στο απλούστατο γεγονός ότι δεν τρώω σπανάκι. Παρόλα αυτά έλκομαι από το σπανάκι, όπως και απ’ οτιδήποτε άλλο που λίγο- πολύ αφορά τα τρόφιμα, τις βασικές αξίες μιας ηθικής και αισθητικής τάξης. Και βέβαια ο φρουρός της δυσφορίας είναι πάντα σε επιφυλακή, γεμάτος μεγάλη προσοχή για την απαιτητική επιλογή των τροφίμων μου.

Μου αρέσει μόνο να τρώω πράγματα με καλά καθορισμένο σχήμα του οποίου το νόημα μπορώ να συλλάβω. Απεχθάνομαι το σπανάκι εξαιτίας του εντελώς άμορφου χαρακτήρα του, τόσο πολύ ώστε είμαι απόλυτα πεπεισμένος, και δεν διστάζω ούτε μια στιγμή να πω, ότι το μόνο καλό, ευγενές και βρώσιμο πράγμα που υπάρχει σε αυτό το ευτελές έδεσμα είναι η άμμος.

Το άκρως αντίθετο του σπανακιού είναι το κέλυφος. Γι’ αυτό μου αρέσει να τρώω κελύφη τόσο πολύ, και κυρίως τις μικρές ποικιλίες, όπως όλα τα οστρακόδερμα. Χάρη στην πανοπλία τους, που είναι ο εξωσκελετός τους, αποτελούν μια υλοποίηση της ιδιαίτερα πρωτότυπης και ευφυούς ιδέας τού να φέρει κάποιος τα κόκκαλά του απ’ έξω αντί για μέσα, όπως συμβαίνει συνήθως.

Τα οστρακόδερμα είναι έτσι σε θέση, με τα όπλα της ανατομίας τους, να προστατεύσουν το μαλακό και θρεπτικό παραλήρημα του εσωτερικού τους, προφυλαγμένο από κάθε βεβήλωση, κλεισμένο σε ένα σφιχτό και στιβαρό περίβλημα που τα αφήνει ευάλωτα μόνο στην υψηλότερη μορφή αυτοκρατορικής κατάκτησης, στον ιερό πόλεμο του ξεφλουδίσματος: αυτόν του ουρανίσκου. Πόσο θαυμάσιο είναι να τραγανίζει κάποιος το μικρό κρανίο ενός πουλιού! Πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να φάει μυαλά! Τα μικρά πουλιά μοιάζουν πολύ με τα οστρακόδερμα. Φορούν και αυτά τη φτερωτή πανοπλία τους. Σε κάθε περίπτωση, ο Paolo Uccello ζωγράφισε πανοπλίες που έμοιαζαν με μικρούς ορτολάνους, και το έκανε αυτό με μια χάρη και ένα μυστήριο αντάξιο του πραγματικού πουλιού.

Συχνά έχω πει ότι τα πιο φιλοσοφικά όργανα που ο άνθρωπος διαθέτει είναι τα σαγόνια του. Τι είναι, πράγματι, περισσότερο φιλοσοφικό από τη στιγμή που σιγά-σιγά ρουφάει κάποιος το μεδούλι από ένα κόκκαλο το οποίο έχει συντριβεί από τους τραπεζίτες, κάνοντας κάποιον να νιώθει  ότι έχει τον αδιαφιλονίκητο έλεγχο της κατάστασης;- Γιατί είναι η στιγμή όταν φτάνουμε στο μεδούλι των πάντων που νιώθουμε την ουσιαστική γεύση της αλήθειας, αυτής της γυμνής και τρυφερής αλήθειας η οποία αναδύεται μέσα από το κόκκαλο που κρατάμε γερά ανάμεσα στα δόντια.

Έχοντας ξεπεράσει το εμπόδιο έτσι ώστε κάθε αξιοπρεπές φαΐ να «διατηρεί τη μορφή,» τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πολύ γλοιώδες, ζελατινώδες, τραγανό, απροσδιόριστο, ή αισχρό για να είναι επιθυμητό, είτε πρόκειται για το ανυπέρβλητο ιξώδες μιας γλώσσας, το γλιστερό μυαλό ενός πουλιού, το σπερματώδες μεδούλι ενός κόκκαλου, ή την μαλακή και λασπώδη χλιδή ενός στρειδιού. Θα πρέπει αναμφίβολα να ερωτηθώ: Σε αυτή την περίπτωση, σου αρέσει το τυρί Camembert; Διατηρεί την μορφή του; Θα απαντήσω ότι λατρεύω το Camembert ακριβώς επειδή όταν ωριμάζει και αρχίζει να τρέχει παίρνει ακριβώς το σχήμα των διάσημων μαλακών ρολογιών μου. Επιπλέον θα πρόσθετα ότι αν κάποιος κατάφερνε να φτιάξει τυρί Camembert στο σχήμα του σπανακιού, πιθανότατα δεν θα μου άρεσε.  

Αλλά μην ξεχνάτε αυτό: μια μπεκάτσα, λουσμένη με μπράντι στα καλύτερα εστιατόρια του Παρισιού, θα αντιπροσωπεύει πάντα για μένα, σε αυτό το θλιβερό βασίλειο του φαγητού, το πιο λεπτό σύμβολο ενός αυθεντικού πολιτισμού. Και πόσο όμορφη είναι μια μπεκάτσα καθώς την κοιτάζουμε γυμνή στο πιάτο! Η λεπτή ανατομία της φτάνει, θα μπορούσε κάποιος να πει, τις αναλογίες της τελειότητας του Ραφαέλ.

Έτσι γνωρίζω ακριβώς, μανιασμένα, τι θέλω να φάω! Και μένω έκπληκτος όταν παρατηρώ τριγύρω μου πλάσματα που μπορούν να φάνε οτιδήποτε, με εκείνη την ιερόσυλη έλλειψη πεποίθησης που συνοδεύει την πλήρωση της απόλυτης αναγκαιότητας.

Αλλά ενώ ήξερα πάντα ακριβώς τι ήθελα να αποκτήσω με τις αισθήσεις μου, το ίδιο δεν συνέβη με τα συναισθήματά μου, τα οποία είναι ελαφριά και εύθραυστα σαν σαπουνόφουσκες. Γιατί γενικά μιλώντας, ποτέ δεν κατάφερα να προβλέψω την υστερική και παράλογη συμπεριφορά μου, και ακόμη λιγότερο την τελική έκβαση των πράξεων μου, των οποίων είμαι συχνά ο πρώτος έκπληκτος θεατής, και οι οποίες πάντα αποκτούν στο αποκορύφωμά τους το βαρύ, κατηγορηματικό και καταστροφικό βάρος μολύβδινων μπαλών. Είναι σαν κάθε φορά μια από τις χιλιάδες ιριδίζουσες φυσαλίδες των συναισθημάτων μου να απομακρύνεται από την πορεία της εφήμερης ζωής και ως εκ θαύματος φτάνει στη γη- αγγίζει την πραγματικότητα- είναι αυτή η στιγμή που μεταμορφώνεται σε μια σημαντική πράξη, που αλλάζει απότομα από κάτι διαφανές και αιθέριο σε κάτι αδιαφανές, μεταλλικό και απειλητικό σαν βόμβα.

Τίποτα δεν μπορεί να φωτίσει καλύτερα αυτό από τα είδη των ιστοριών που θα ακολουθήσουν, επιλεγμένες για αυτό το κεφάλαιο χωρίς χρονολογική σειρά από την ανέκδοτη ροή της ζωής μου. Καθώς είναι απολύτως αυθεντικά και άμεσα ειπωμένα, αυτά τα ανέκδοτα προσφέρουν τα χρώματα και τα περιγράμματα με την εγγύηση μιας αδιάψευστης ομοιότητας η οποία είναι απαραίτητη σε κάθε ειλικρινή προσπάθεια αυτοπροσωπογραφίας. Θα παρέμεναν για πάντα μυστικά. Η εμμονή μου σε αυτό το βιβλίο είναι να σκοτώσω όσο το δυνατό περισσότερα από αυτά τα μυστικά, και να τα σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!

I


Ήμουν πέντε ετών, και ήταν άνοιξη στο χωριό Cambrils, κοντά στη Βαρκελώνη. Περπατούσα στην εξοχή με ένα αγόρι μικρότερο από εμένα, το οποίο είχε πολύ ξανθά σγουρά μαλλιά, και που γνώριζα μόνο ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Ήμουν με τα πόδια, και οδηγούσε ένα τρίκυκλο. Με το χέρι μου στην πλάτη του τον έσπρωχνα.

Φτάσαμε σε μια γέφυρα υπό κατασκευή που δεν είχε ακόμη κάποια κάγκελα. Ξαφνικά, όπως οι περισσότερες από τις ιδέες μου έρχονται, κοίταξα πίσω για να βεβαιωθώ πως κανείς δεν μας έβλεπε, και έσπρωξα το παιδί κάτω από τη γέφυρα. Προσγειώθηκε σε κάτι βράχια πέντε μέτρα πιο κάτω. Έτρεξα σπίτι να ανακοινώσω τα νέα.

Καθόλη τη διάρκεια του απογεύματος λεκάνες γεμάτες αίμα έβγαιναν από το δωμάτιο όπου το παιδί, με ένα άσχημα τραυματισμένο κεφάλι, έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι για μία εβδομάδα. Το συνεχές πήγαινε- έλα και η γενική αναταραχή που είχε επικρατήσει στο σπίτι μου προκάλεσαν μια θεσπέσια μαγική διάθεση.

Στη μικρή αίθουσα, σε μια κουνιστή καρέκλα στολισμένη με δαντέλες, κάθισα και έτρωγα κεράσια. Η αίθουσα έβλεπε προς το χολ, έτσι ώστε μπορούσα να δω ό,τι συνέβαινε, και ήταν σχεδόν εντελώς σκοτεινά, γιατί τα παντζούρια ήταν κλειστά για να κρατάνε έξω την αποπνικτική ζέστη. Ο ήλιος που τα κτυπούσε άναβε τους ρόζους στο ξύλο, με ένα φλογερό κόκκινο χρώμα σαν των ερεθισμένων αυτιών. Δεν θυμάμαι να είχα νιώσει το παραμικρό αίσθημα ενοχής για εκείνο το περιστατικό. Εκείνο το βράδυ κάνοντας τη συνηθισμένη μοναχική βόλτα μου θυμάμαι ότι είχα γευτεί την ομορφιά από κάθε λόγχη χορταριού.

II


Ήμουν έξι ετών. Το σαλόνι μας ήταν γεμάτο ανθρώπους. Μιλούσαν για έναν διάσημο κομήτη που θα ήταν ορατός εκείνο το βράδυ αν δεν υπήρχαν σύννεφα. Κάποιος είχε πει ότι θα  ήταν δυνατόν η ουρά του να αγγίξει τη γη, στην οποία περίπτωση θα ήταν το τέλος του κόσμου. Παρά την ειρωνεία στην έκφραση των περισσότερων προσώπων είχα καταληφθεί με μια αυξανόμενη ανησυχία και φόβο. Ξαφνικά ένας από τους υπαλλήλους του πατέρα μου εμφανίστηκε στην πόρτα του δωματίου και ανακοίνωσε ότι ο κομήτης θα φαινόταν από την ταράτσα. Όλοι έτρεξαν στις σκάλες εκτός από εμένα. Παρέμεινα καθιστός σαν να είχα παραλύσει από φόβο. Βρίσκοντας λίγο κουράγιο σηκώθηκα κι έτρεξα προς την ταράτσα. Ενώ διέσχιζα το διάδρομο αντιλήφθηκα την τρίχρονη αδελφή μου να μπουσουλάει απαρατήρητη μέσα από μια πόρτα. Σταμάτησα, δίστασα μια στιγμή, ύστερα της έδωσα μια φοβερή κλωτσιά στο κεφάλι σαν να ήταν μπάλα, και συνέχισα να τρέχω, παρασυρμένος από μια «παράφορη χαρά» που μου είχε προκαλέσει εκείνη η άγρια πράξη. Αλλά ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν πίσω μου, με έπιασε και με οδήγησε στο γραφείο του, όπου παρέμεινα για τιμωρία μέχρι το δείπνο.

Το γεγονός ότι δεν είδα τον κομήτη έμεινε στη μνήμη μου ως μία από τις πιο ανυπόφορες απογοητεύσεις της ζωής μου. Φώναξα με τέτοια μανία που έχασα τελείως τη φωνή μου. Παρατηρώντας πόσο αυτό φόβισε τους γονείς μου, έμαθα να κάνω χρήση αυτής της στρατηγικής με την παραμικρή πρόκληση. Σε μια άλλη περίσταση όταν είχα στραβοκαταπιεί ένα ψαροκόκαλο ο πατέρας μου, ο οποίος δεν μπορούσε να αντέξει τέτοια πράγματα, σηκώθηκε και άφησε την τραπεζαρία κρατώντας το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια. Από τότε σε αρκετές περιπτώσεις προσποιούμουν τους υστερικούς σπασμούς που συνοδεύουν το πνίξιμο μόνο για να δω την αντίδραση του πατέρα μου και να αποσπάσω την αγωνιώδη και αποκλειστική προσοχή στο πρόσωπο μου.

Την ίδια περίπου περίοδο, ένα απόγευμα, ο γιατρός ήρθε στο σπίτι για να τρυπήσει τα αυτιά της αδελφής μου. Τα συναισθήματά μου για αυτήν ήταν μια υστερική τρυφερότητα, που είχε αναπτυχθεί από τότε που την είχα κλωτσήσει. Το τρύπημα του αυτιού μού φάνηκε μια πράξη σκανδαλώδους σκληρότητας που αποφάσισα να εμποδίσω με κάθε κόστος.

Περίμενα τη στιγμή που ο γιατρός ήταν καθισμένος, είχε βάλει τα γυαλιά του, και ήταν έτοιμος να κάνει την επέμβαση. Τότε μπήκα μέσα στο δωμάτιο κραδαίνοντας το δερμάτινο κτυπητήρι του στρώματος και μαστίγωσα το γιατρό στο πρόσωπο, σπάζοντας τα γυαλιά του. Ήταν αρκετά ηλικιωμένος και άρχισε να κλαίει από τον πόνο. Όταν ο πατέρας μου μπήκε μέσα τρέχοντας, ο γιατρός έπεσε στον ώμο του.

«Ποτέ δεν θα πίστευα ότι μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο πράγμα, τόσο που τον αγαπούσα!» είπε ο ίδιος με μια φωνή αλλαγμένη σαν τραγούδι αηδονιού, διακεκομμένη από αναφιλητά. Από τότε μου άρεσε να αρρωσταίνω, μόνο και μόνο για να έχω την ευχαρίστηση να βλέπω το πρόσωπο αυτού του ηλικιωμένου ανθρώπου τον οποίο είχα κάνει να κλάψει.

III



Πίσω στο Cambrils ξανά, και στα πέντε μου χρόνια. Έκανα βόλτα με τρεις πολύ όμορφες μεγάλες γυναίκες. Μια από αυτές μου φάνηκε ιδιαίτερα όμορφη. Με κρατούσε από το χέρι και φορούσε ένα μεγάλο καπέλο με λευκό βέλο που έπεφτε στο πρόσωπό της. Φτάσαμε σε ένα ερημικό σημείο, όπου άρχισαν να φλυαρούν με διφορούμενο τρόπο. Παρεξηγήθηκα και ζήλεψα όταν επέμειναν να πάω να παίξω κάπου αλλού. Τελικά τις άφησα, αλλά μόνο για να βρω ένα πλεονεκτικό σημείο από όπου μπορούσα να τις κατασκοπεύω. Ξαφνικά τις είδα να παίρνουν παράξενες πόζες.

Η πιο όμορφη καθόταν στο κέντρο, καθώς την κοιτούσαν με περιέργεια οι άλλες δύο αμίλητες από μια απόσταση λίγων μέτρων. Με ένα παράξενο βλέμμα περηφάνειας, το κεφάλι  χαμηλωμένο, τα πόδια εκτεταμένα και ανοικτά, τα χέρια στα χείλια, απαλά σήκωσε το φόρεμά της, και η ακινησία της φαινόταν να εκφράζει την προσδοκία για κάτι που επρόκειτο να συμβεί. Μια αποπνικτική σιγή επικράτησε για μισό λεπτό, όταν ξαφνικά άκουσα τον ήχο ενός υγρού πίδακα να χτυπάει το έδαφος και αμέσως μιας αφρισμένη λιμνούλα σχηματίστηκε ανάμεσα στα πόδια της. Το υγρό εν μέρει απορροφήθηκε από τη διψασμένη γη, ενώ το υπόλοιπο σκόρπισε με τη μορφή μικροσκοπικών φιδιών που πολλαπλασιάστηκαν τόσο γρήγορα ώστε τα πόδια της δεν τα απέφυγαν παρά τις προσπάθειές της να τα τραβήξει μακριά. Ένας γκρίζος λεκές υγρασίας απλώθηκε στα δυο παπούτσια, των οποίων το λευκό χρώμα ενέργησε σαν στυπόχαρτο.

Απορροφημένη με αυτό που έκανε, η «γυναίκα με το βέλο» δεν πρόσεξε την παραλυμένη μου προσοχή. Αλλά όταν σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε κατευθείαν στο πρόσωπο, μου έριξε ένα περιπαιχτικό χαμόγελο και μια ματιά αξέχαστης γλυκύτητας, η οποία φάνηκε απείρως διφορούμενη, μέσα από την καθαρότητα του βέλου της. Σχεδόν την ίδια στιγμή έριξε μια ματιά στις δύο φίλες της με μια έκφραση που φάνηκε να λέει: «δεν μπορώ να σταματήσω τώρα, είναι πολύ αργά.» Πίσω μου οι δυο φίλες της ξέσπασαν σε γέλια, και πάλι επικράτησε σιωπή. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα, και η καρδιά μου κτύπησε βίαια. Σχεδόν την ίδια στιγμή δύο νέοι πίδακες κτύπησαν με δύναμη στο έδαφος· δεν γύρισα το κεφάλι· τα μάτια μου ήταν ορθάνοιχτα, καρφωμένα στα μάτια πίσω από το βέλο. Μια θνητή ντροπή φάνηκε στο πρόσωπό μου με την παλίρροια του αφηνιασμένου μου αίματος, ενώ στον ουρανό η τελευταία πορφύρα του ήλιου που έδυε έλιωσε στο ηλιοβασίλεμα, και στην κόκκινη γη οι τρεις για πολύ ώρα κρατημένοι, δυνατοί και πολύτιμοι  πίδακες αντήχησαν σαν τρία τύμπανα κάτω από καταρράκτες άγριων τοπαζιών σε έκρηξη.

Η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει καθώς ξεκινήσαμε να πάμε πίσω, και αρνήθηκα να δώσω το χέρι μου σε οποιαδήποτε από τις τρεις νεαρές γυναίκες. Τις ακολούθησα σε μικρή απόσταση, ενώ η καρδιά μου ήταν σχισμένη ανάμεσα στην ευχαρίστηση και στην αποστροφή. Στη γροθιά κρατούσα ένα σκουλήκι που είχα μαζέψει από το δρόμο, και πού και πού άνοιγα το χέρι για να το δω να σπαρταράει. Κράταγα το χέρι μου προσεκτικά σφικτό ώστε τελικά το σκουλήκι γλίστραγε με τον ιδρώτα, και το μετέφερα από το ένα χέρι στο άλλο για να μην το πνίξω. Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια αυτών των ενεργειών έφυγε από τη γροθιά μου, και έπρεπε να το ψάξω κάτω στην άσπρη σκόνη όπου το ασθενικό σεληνόφως έριχνε ένα γαλαζωπό χρώμα. Και καθώς σταμάτησα, μια σταγόνα ιδρώτα έπεσε από το χέρι μου, ανοίγοντας μια τρύπα στη σκόνη. Το θέαμα αυτής της τρύπας με έκανε να ριγήσω. Σήκωσα το σκουλήκι και καθώς το κράτησα με έναν ξαφνικό φόβο, έτρεξα προς το μέρος των τριών γυναικών που με είχαν αφήσει πίσω. Με περίμεναν, και εκείνη με το βέλο μου έδωσε το χέρι της. Δεν το πήρα. Συνέχισα να περπατώ δίπλα της, αλλά χωρίς να τις δώσω το χέρι.

Όταν είχαμε σχεδόν φτάσει στο σπίτι ο εικοσάχρονος ξάδελφός μου ήρθε έξω να μας συναντήσει. Κουβάλαγε ένα μικρό τουφέκι περασμένο από τον ώμο του και με το άλλο χέρι κρατούσε ένα αντικείμενο να βλέπουμε. Με το πού ήρθε πιο κοντά διαπιστώσαμε ότι ήταν μια μικρή νυχτερίδα που κρατούσε από τα αυτιά και πού είχε μόλις πυροβολήσει στο φτερό. Όταν φτάσαμε σπίτι την έβαλε σε ένα μικρό τσίγκινο τενεκεδάκι και μου την έκανε δώρο, όταν είδε πόσο πολύ την ήθελα. Έτρεξα στο πλυσταριό, το οποίο ήταν το αγαπημένο μου μέρος. Εκεί είχα ένα γυάλινο βάζο μέσα στο οποίο διατηρούσα κάτι σκαθάρια με πράσινες ανταύγειες, πάνω σε φύλλα μέντας. Έβαλα το σκουλήκι μέσα στο βάζο, το οποίο στη συνέχεια το έβαλα μέσα στο τενεκεδάκι, όπου η νυχτερίδα παρέμενε ακίνητη. Πέρασα μια ώρα εκεί πριν από το δείπνο σε βαθιά ονειροπόληση. Θυμάμαι ότι μιλούσα δυνατά στη νυχτερίδα μου, την οποία ξαφνικά λάτρευα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, και την οποία φιλούσα ξανά και ξανά στο τριχωτό της κεφάλι.

Το επόμενο πρωί ένα φοβερό θέαμα με περίμενε. Όταν ξαναπήγα στο πλυσταριό βρήκα το βάζο αναποδογυρισμένο, τα σκαθάρια να λείπουν και τη νυχτερίδα μισοπεθαμένη να παλεύει με μανιασμένα μυρμήγκια, καθώς από το βασανισμένο πρόσωπό της πρόβαλλαν τα μικρά της δόντια που έμοιαζαν με ηλικιωμένης γυναίκας. Τότε είδα τη νεαρή γυναίκα με το βέλο να περνάει από μπροστά μου. Σταμάτησε για να ανοίξει την πόρτα του κήπου. Χωρίς να το πολυσκεφτώ της πέταξα μια πέτρα με όλη μου τη δύναμη, έχοντας καταλειφθεί από ένα θανάσιμο μίσος, σαν να έφταιγε εκείνη για την κατάσταση της νυχτερίδας μου. Η πέτρα δεν βρήκε το στόχο, αλλά ο ήχος της έκανε τη νεαρή γυναίκα να γυρίσει, και μου έριξε μια ματιά μητρικής περιέργειας. Στάθηκα τρέμοντας, καθώς είχα καταλειφθεί από ένα απερίγραπτο συναίσθημα όπου η ντροπή γρήγορα επικράτησε.

Ξαφνικά διέπραξα μια ακατανόητη πράξη η οποία προκάλεσε μια οξεία κραυγή φρίκης από τη νεαρή γυναίκα. Με μια αστραπιαία κίνηση σήκωσα τη γεμάτη μυρμήγκια νυχτερίδα, και την έβαλα στο στόμα μου, παρακινημένος από ένα ανυπέρβλητο συναίσθημα οίκτου· αλλά αντί να τη φιλήσω, όπως νόμιζα ότι θα κάνω, τις έδωσα μια τόσο δυνατή δαγκωνιά με τα σαγόνια που μου φάνηκε πως σχεδόν την έκοψα στα δυο. Αηδιασμένος πέταξα τη νυχτερίδα στο πλυσταριό και τράπηκα σε φυγή. Το σαν οπάλιο νερό στο πλυσταριό είχε γεμίσει με μαύρα γινωμένα σύκα που είχαν πέσει από τη μεγάλη συκιά που σκέπαζε το κτίσμα. Όταν επέστρεψα εκεί σε μικρή απόσταση, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Δεν μπορούσα πια να ξεχωρίσω το μαύρο σώμα της νυχτερίδας, το οποίο είχε γίνει ένα με τα επιπλέοντα σύκα. Ποτέ ξανά δεν είχα την επιθυμία ούτε καν να πλησιάσω κοντά στο πλυσταριό, και ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που κάποιες μαύρες κηλίδες θυμίζουν το ανακάτεμα των σύκων στο νεροχύτη όπου η νυχτερίδα μου πνίγηκε, νιώθω ένα κρύο ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη.

IV


Ήμουν δεκαέξι. Ήταν στο σχολείο Marist Brothers στο Figueras. Από τις σχολικές αίθουσες βγήκαμε έξω στην αυλή μέσα από ένα σχεδόν κατακόρυφο πέτρινο μονοπάτι. Ένα βράδυ, χωρίς κανένα λόγο, είχα την ιδέα να πέσω από την κορφή του μονοπατιού. Ήμουν έτοιμος να το κάνω, όταν την τελευταία στιγμή με κυρίευσε φόβος. Μου είχε γίνει ωστόσο έμμονη ιδέα να πραγματοποιήσω το σχέδιο την επόμενη ημέρα. Και την επόμενη ημέρα πράγματι δεν μπορούσα να κρατηθώ, και τη στιγμή που κατέβαινα με όλους τους συμφοιτητές μου έκανα ένα εκπληκτικό άλμα στο κενό, προσγειώθηκα στις σκάλες, και κατρακύλησα όλο το δρόμο προς τα κάτω. Είχα βίαια χτυπήσει και ήμουν γεμάτος πληγές, αλλά μια έντονη και ανεξήγητη χαρά έκανε τον πόνο δευτερεύοντα. Η επίδραση του περιστατικού πάνω στα άλλα αγόρια και στους δασκάλους που έτρεξαν να με βοηθήσουν ήταν τεράστια. Υγρά χαρτομάντηλα τοποθετήθηκαν στο κεφάλι μου.

Τότε ήμουν εξαιρετικά συνεσταλμένος, και η παραμικρή προσοχή με έκανε να κοκκινίζω στα αυτιά· Παρέμεινα κρυμμένος και μοναχικός. Αυτή η συρροή ανθρώπων τριγύρω μου προκάλεσε ένα παράξενο συναίσθημα. Τέσσερις ημέρες αργότερα επανέλαβα τη σκηνή, αλλά αυτή τη φορά έπεσα από τα σκαλοπάτια στο δεύτερο διάλλειμα, όταν οι ασκήσεις στην αυλή ήταν στο αποκορύφωμα. Περίμενα να είναι έξω ακόμα και ο επικεφαλής. Το αποτέλεσμα της πτώσης μου ήταν ακόμη μεγαλύτερο από την πρώτη φορά: πριν πέσω άφησα μια τσιριχτή κραυγή έτσι ώστε όλοι να με προσέξουν. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και ο πόνος από την πτώση ασήμαντος. Αυτή ήταν μια σαφής ενθάρρυνση να συνεχίσω, και πού και πού επαναλάμβανα το πέσιμο. Κάθε φορά που ήμουν έτοιμος να πέσω από τις σκάλες υπήρχε μεγάλη προσδοκία. Θα πέσει ή δεν θα πέσει; Ποιο ήταν το νόημα να κατέβω τις σκάλες κανονικά όταν έβλεπα τόσα μάτια να με καταβροχθίζουν ανυπόμονα.

Θα θυμάμαι πάντα μια βροχερή βραδιά του Οκτώβρη. Ήμουν έτοιμος να κατέβω τις σκάλες. Η αυλή απέπνεε μια έντονη μυρωδιά βρεγμένου χώματος ανακατεμένης με τη μυρωδιά τριαντάφυλλων· ο ουρανός, φλεγόμενος από τον ήλιο που έδυε, ήταν γεμάτος με υπέροχα σύννεφα που έμοιαζαν με άγριες λεοπαρδάλεις, Ναπολέοντες και καραβέλλες, όλα μαζί· το προς τα πάνω γυρισμένο πρόσωπό μου είχε φωτιστεί με χιλιάδες φώτα αποθέωσης. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια ένα προς ένα, σε κατάσταση τυφλής έκστασης τόσο καταλυτικής ώστε ξαφνικά μια μεγάλη σιωπή έπεσε πάνω στη γεμάτη φωνές ανεμοζάλη της αυλής. Εκείνη τη στιγμή δεν θα ζήλευα ούτε τους θεούς.

V



Ήμουν είκοσι-δύο. Σπούδαζα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μαδρίτης. Η επιθυμία μου συνεχώς, συστηματικά και με οποιοδήποτε κόστος να κάνω ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που έκαναν όλοι οι άλλοι με εξωθούσε σε υπερβολές που σύντομα έγιναν πασίγνωστες στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Στην τάξη ζωγραφικής μας είχε ανατεθεί να ζωγραφίσουμε ένα γοτθικό άγαλμα της Παρθένου κατευθείαν από ένα μοντέλο. Πριν έρθει ο καθηγητής είχε επανειλημμένως τονίσει ότι έπρεπε να ζωγραφίσουμε ακριβώς αυτό που «βλέπαμε.»

Αμέσως, μέσα σε μια παραζάλη μυστικισμού, άρχισα να ζωγραφίζω παθιασμένα, με την παραμικρή λεπτομέρεια, μια ζυγαριά την οποία αντέγραψα από έναν κατάλογο. Αυτήν τη φορά πίστεψαν ότι πραγματικά ήμουν τρελός. Στο τέλος της εβδομάδας ο καθηγητής ήρθε να διορθώσει και να σχολιάσει την πρόοδο των εργασιών μας. Στάθηκε με παγερή σιωπή μπροστά στον πίνακά μου με τη ζυγαριά, με  όλους τους σπουδαστές τριγύρω.

«Ίσως βλέπετε μια Παρθένο σαν όλες τις άλλες,» είπα, με μια σεμνή φωνή που δεν ήταν χωρίς αποφασιστικότητα. «Αλλά βλέπω μια ζυγαριά.»


VI



Ακόμα στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Μας είχαν αναθέσει να κάνουμε έναν συγκεκριμένο πίνακα σε λάδι στο διαγωνισμό στην τάξη ζωγραφικής. Έβαλα στοίχημα ότι θα κέρδιζα το βραβείο ζωγραφίζοντας έναν πίνακα χωρίς να αγγίξω το πινέλο μου στον καμβά. Πράγματι το έκανα πετώντας πιτσιλιές χρώματος από απόσταση ενός μέτρου, και κατάφερα να κάνω έναν ποϊντιλιστικό πίνακα τόσο ακριβή στο σχέδιο και στο χρώμα ώστε κέρδισα το βραβείο.


VII


Το επόμενο έτος είχα την εξέτασή μου στην ιστορία της τέχνης.

Είχα αγωνία να είμαι όσο το δυνατό καλλίτερος. Ήμουν τέλεια προετοιμασμένος. Ανέβηκα στην έδρα όπου βρισκόταν η τριπλή επιτροπή, και το θέμα της προφορικής μου θέσης καθορίστηκε με κλήρο. Η τύχη μου ήταν απίστευτη: ήταν ακριβώς το θέμα που θα προτιμούσα να διαπραγματευτώ. Αλλά ξαφνικά ένα ανυπέρβλητο αίσθημα βαρεμάρας με κατέλαβε, και σχεδόν χωρίς κανένα δισταγμό, προς έκπληξη των εξεταστών και των ατόμων που βρίσκονταν στην αίθουσα, σηκώθηκα και είπα,

«Λυπάμαι πολύ, αλλά είμαι απείρως πιο ευφυής από αυτούς τους τρεις καθηγητές, και για αυτόν τον λόγο αυτό αρνούμαι να εξεταστώ από αυτούς. Γνωρίζω αυτό το θέμα υπερβολικά καλά.»

Ως αποτέλεσμα, ήρθα ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και αποβλήθηκα από το σχολείο.

Αυτό ήταν το τέλος της ακαδημαϊκής μου καριέρας.

VIII


Ήμουν είκοσι-εννέα, και ήταν καλοκαίρι, στο Cadaques. Φλέρταρα με την Gala, και τρώγαμε με κάποιους φίλους στην ακροθαλασσιά, κάτω από μια πέργκολα καλυμμένη από κληματαριά η οποία βούιζε εκκωφαντικά από μέλισσες. Βρισκόμουν στο αποκορύφωμα της ευτυχίας μου παρότι κουβαλούσα το βάρος μιας εκκολαπτόμενης αγάπης που με έσφιγγε στο λαιμό σαν πραγματικό χταπόδι από μασίφ χρυσό που έλαμπε με χίλιες αστραφτερές πέτρες αγωνίας. Μόλις είχα φάει τέσσερις αστακούς και είχα πιεί λίγο κρασί- ένα από αυτά τα τοπικά κρασιά τα οποία είναι διακριτικά αλλά παράλληλα από τα πιο λεπτά μυστικά της Μεσογείου, γιατί έχουν εκείνη τη μοναδική αίσθηση, μαζί με έναν μεγάλο βαθμό παραίσθησης, να νιώθει κάποιος μια γεύση δακρύων να τον τσιμπάει.

Ήταν πολύ αργά καθώς τελειώναμε το γεύμα, και ο ήλιος βρισκόταν ήδη χαμηλά στον ορίζοντα. Ήμουν ξυπόλητος, και ένα από τα κορίτσια της παρέας μας, η οποία ήταν θαυμάστριά μου για αρκετό καιρό, σχολίαζε τσιρίζοντας πόσο όμορφα τα πόδια μου ήταν. Αυτό ήταν τόσο αλήθεια ώστε βρήκα την επιμονή της στο θέμα ανόητη. Καθόταν στο έδαφος, με το κεφάλι της ελαφριά να στηρίζεται στα γόνατά μου. Ξαφνικά έβαλε το χέρι της στο ένα μου πόδι και επιχείρησε ένα σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα με τα δάκτυλά της. Πετάχτηκα πάνω, με το μυαλό μου να έχει ένα παράξενο αίσθημα ζήλιας προς τον εαυτό μου, σαν να είχα ξαφνικά μεταμορφωθεί στην Gala. Τράβηξα τη θαυμάστριά μου, την έριξα κάτω και την ποδοπάτησα με όλη μου τη δύναμη, εωσότου έπρεπε να την απομακρύνουν, μέσα στα αίματα, μακριά μου.

IX


Φαίνεται πώς είμαι προορισμένος για μια επιθετική εκκεντρικότητα, είτε το θέλω είτε όχι.

Ήμουν τριάντα-τρία. Μία μέρα στο Παρίσι έλαβα ένα τηλεφώνημα από έναν υπέροχο νεαρό ψυχίατρο. Είχε μόλις διαβάσει ένα άρθρο μου στην επιθεώρηση Le Minotaure με τίτλο The Inner Mechanism of Paranoiac Activity. Με συνεχάρη και μου εξέφρασε την έκπληξή του για την ακρίβεια της επιστημονικής μου γνώσης για αυτό το θέμα, η οποία ήταν γενικά τόσο παρεξηγημένη. Επιθυμούσε να με δει για να μιλήσουμε σχετικά με αυτό το θέμα. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε αργότερα το ίδιο απόγευμα στο στούντιό μου στην οδό Gauguet. Πέρασα όλο το απόγευμα σε μια κατάσταση ακραίας διέγερσης στην προοπτική της συνέντευξης, και προσπάθησα να σχεδιάσω εκ των προτέρων την πορεία της συνομιλίας μας. Οι ιδέες μου θεωρούνταν τόσο συχνά ακόμα και από τους στενούς μου φίλους της Σουρεαλιστικής ομάδας ως παράδοξα καπρίτσια- αλλά και ιδιοφυή- ώστε τελικά κολακευόμουν να αντιμετωπίζομαι σοβαρά σε καθαρά επιστημονικούς κύκλους. Έτσι είχα αγωνία ώστε όλα σχετικά με την πρώτη μας ανταλλαγή απόψεων να είναι απόλυτα φυσιολογικά και σοβαρά. Ενώ περίμενα την άφιξη του νεαρού ψυχιάτρου συνέχισα να εργάζομαι από μνήμης πάνω στο πορτραίτο της Δούκισσας de Noailles με το οποίο τότε ασχολούμουν. Ο πίνακας αυτός εκτελέστηκε απευθείας πάνω σε χαλκό. Το μέταλλο αυτό έκανε αντανακλάσεις κάνοντας δύσκολο να διακρίνω τι ζωγράφιζα. Διαπίστωσα όπως είχα κάνει στο παρελθόν ότι ήταν πιο εύκολο να κοιτάζω εκεί όπου οι αντανακλάσεις ήταν εντονότερες. Μια φορά έβαλα ένα κομμάτι λευκό χαρτί στην άκρη της μύτης μου. Η αντανάκλασή του έκανε απολύτως ορατά τα σχέδια των τμημάτων που ζωγράφιζα.

Στις έξι η ώρα ακριβώς- όπως είχαμε κανονίσει- το κουδούνι της πόρτας χτύπησε. Άφησα βιαστικά τη χαλκογραφία, ο εν λόγω ψυχίατρος Jacques Lacan μπήκε, και αμέσως ξεκινήσαμε μια εξαιρετικά τεχνική συζήτηση. Μας εξέπληξε το γεγονός ότι οι απόψεις μας ήταν εξίσου αντίθετες, και για τους ίδιους λόγους, με τις κονστιτουσιοναλιστικές θεωρίες που ήταν τότε σχεδόν ομόφωνα αποδεκτές. Συζητήσαμε για δύο ώρες σε έναν συνεχή διαλεκτικό κυκεώνα. Έφυγε με την υπόσχεση ότι θα διατηρούσαμε σταθερή επικοινωνία και ότι θα συναντιόμασταν τακτικά. Αφού έφυγε, άρχισα να περπατάω πάνω- κάτω μέσα στο στούντιο, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσω την πορεία της συνομιλίας μας και να ζυγίσω πιο αντικειμενικά τα σημεία στα οποία οι σπάνιες διαφωνίες μας θα μπορούσαν να έχουν ουσιαστική σημασία. Αλλά γινόμουν όλο και πιο προβληματισμένος με τον μάλλον ανησυχητικό τρόπο με τον οποίο ο νεαρός ψυχίατρος εξέταζε το πρόσωπό μου πού και πού. Ήταν σχεδόν σαν το μικρόβιο ενός παράξενου χαμόγελου να διαπερνούσε την έκφρασή του.

Μελετούσε συνειδητά τις εκφράσεις στο πρόσωπό μου των ιδεών που έβγαιναν από την ψυχή μου;

Βρήκα την απάντηση στο αίνιγμα όταν πήγα να πλύνω τα χέρια μου (αυτή, παρεμπιπτόντως, είναι η στιγμή που κάποιος βρίσκει τη λύση σε κάθε πρόβλημα με τη μεγαλύτερη νηφαλιότητα).  Αλλά αυτήν τη φορά η απάντηση μού δόθηκε από την εικόνα μου στον καθρέφτη. Είχα ξεχάσει να αφαιρέσω το κομμάτι λευκού χαρτιού από την άκρη της μύτης μου! Για δύο ώρες συζητούσα ζητήματα υπερβατικής φύσης με τον πιο ακριβή, αντικειμενικό και σοβαρό τόνο χωρίς να έχω συναίσθηση για το αστείο στολίδι στη μύτη μου. Πόσο κυνικός θα μπορούσε να είναι κάποιος για να παίξει αυτόν το ρόλο μέχρι τέλους συνειδητά;

X


Ήμουν είκοσι-τριών και ζούσα στο σπίτι των γονιών μου στο Figueras. Απορροφημένος από ένα μεγάλο κυβιστικό πίνακα στο στούντιό μου, είχα χάσει τη ζώνη της ρόμπας μου, η οποία συγκρατούσε τις κινήσεις μου. Προσπαθώντας να φτάσω το κοντινότερο πράγμα κοντά μου, σήκωσα ένα ηλεκτρικό καλώδιο που βρισκόταν στο πάτωμα και με ανυπομονησία το τύλιξα γύρω από τη μέση μου. Στο τέλος του καλωδίου, ωστόσο, υπήρχε μια μικρή λάμπα. Μη θέλοντας να χάσω χρόνο, και καθώς η λάμπα δεν ήταν πολύ βαριά, τη χρησιμοποίησα σαν αγκράφα για να δέσω μαζί τις άκρες  της αυτοσχέδιας ζώνης μου.

Ήμουν πάλι βαθιά απορροφημένος στη δουλειά μου όταν η αδελφή μου μπήκε στο στούντιο για να μου ανακοινώσει ότι είχαν έρθει κάποια σημαντικά άτομα στο σαλόνι που ήθελαν να συναντηθούμε. Είχα ήδη αποκτήσει φήμη στην Καταλονία, όχι τόσο λόγω της ζωγραφικής μου όσο εξαιτίας των ξεσπασμάτων μου. Άφησα το στούντιο με κακή διάθεση και πήγα στο σαλόνι. Αμέσως κατάλαβα την αποδοκιμαστική ματιά των γονιών μου για τη γεμάτη μπογιές ρόμπα μου, αν και κανείς δεν είχε ακόμη αντιληφθεί τη λάμπα που κρεμόταν πίσω μου, ακριβώς στο ύψος του πισινού μου. Μετά από μια ευγενική σύσταση κάθισα, σπάζοντας τη λάμπα και κάνοντας το γλόμπο της να σκάσει σαν βόμβα. Μια απρόβλεπτη, πιστή και αντικειμενική αίσθηση κινδύνου φαίνεται ότι συστηματικά κυριαρχούσε στη ζωή μου ώστε συνηθισμένα χωρίς σημασία γεγονότα να γίνονται βίαια, μοναδικά και αξέχαστα.

XI



Το 1928 έδωσα μια διάλεξη για την σύγχρονη τέχνη στη γενέτειρά μου πόλη Figueras, με το δήμαρχο ως προεδρεύοντα και έναν αριθμό τοπικών παραγόντων να παρευρίσκονται. Ένα ασυνήθιστο πλήθος συγκεντρώθηκε για να με ακούσει. Ήμουν στο τέλος της ομιλίας μου, η οποία προφανώς είχε προκαλέσει μια ευγενική απορία, και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι το κοινό είχε συλλάβει τον καταληκτικό χαρακτήρα της τελευταίας μου παραγράφου. Με μια ξαφνική υστερική οργή, φώναξα:

«Κυρίες και κύριοι, η διάλεξη ΤΕΛΕΙΩΣΕ!»

Εκείνη τη στιγμή ο δήμαρχος, ο οποίος ήταν πολύ δημοφιλής, έπεσε νεκρός στα πόδια μου. Η συγκίνηση ήταν απερίγραπτη και το γεγονός είχε σημαντικές συνέπειες. Οι σατυρικές εφημερίδες ισχυρίστηκαν ότι οι υπερβολές που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της διάλεξής μου τον σκότωσαν. Ήταν στην πραγματικότητα απλώς μια περίπτωση αιφνίδιας ανακοπής, η οποία συνέβη, προφανώς συμπτωματικά, στο τέλος της ομιλίας μου.

XII


Το 1937 επρόκειτο να δώσω μια διάλεξη στη Βαρκελώνη με θέμα: «Το Σουρεαλιστικό και φαινομενικό μυστήριο του κομοδίνου.»  Την ίδια ημέρα που έχει προγραμματιστεί η διάλεξη μια αναρχική εξέγερση ξέσπασε. Ένα μέρος του κοινού που είχε έρθει για να με ακούσει εγκλωβίστηκε στο κτίριο, γιατί οι μεταλλικές πόρτες της εισόδου έκλεισαν βιαστικά για την περίπτωση πυροβολισμών. Περιοδικά ακούγονταν οι εκρήξεις βομβών.

XIII



Όταν έφτασα στο Τορίνο στο πρώτο μου ταξίδι στην Ιταλία, ο ουρανός ήταν κατάμαυρος. Στους δρόμους παρελαύναν πορείες με δαυλούς: πόλεμος είχε μόλις ανακηρυχθεί στην Αβησσυνία.

XIV


Μια άλλη διάλεξη στη Βαρκελώνη. Το θέατρο στο οποίο θα μιλούσα έπιασε φωτιά το ίδιο πρωί. Σβήστηκε γρήγορα, αλλά ο καπνός που σηκώθηκε ήταν αρκετός για να δώσει μια νότα αμεσότητας στην απογευματινή διάλεξη.

XV


Σε μια άλλη διάλεξη, επίσης στη Βαρκελώνη, ένας γιατρός με λευκή γενειάδα καταλήφθηκε από κάποια μανία και προσπάθησε να με σκοτώσει. Χρειάστηκαν αρκετοί άνθρωποι για να τον απομονώσουν και να τον απομακρύνουν από την αίθουσα.

XVI



Το 1931, στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της προβολής της Σουρεαλιστικής ταινίας LAge dOr, στην οποία συνεργάστηκα με τον Luis Bunuel, οι ιππότες του βασιλιά έριξαν μπουκάλια με μελάνι στην οθόνη, πυροβολούσαν στον αέρα, επιτίθονταν στο πλήθος με ρόπαλα και κατέστρεψαν την έκθεση Σουρεαλιστικής ζωγραφικής που παρουσιαζόταν στο λόμπι του θεάτρου. Καθώς αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στο Παρίσι εκείνη την περίοδο, θα το αναφέρω σε ξεχωριστή θέση σε αυτό το βιβλίο.

XVII



Έξι χρονών, ξανά, πήγαινα στην Βαρκελώνη με τους γονείς μου. Στη μέση της διαδρομής υπήρχε μια στάση, στο σταθμό του El Empalme. Κατεβήκαμε. Μου είπε ο πατέρας μου: «Βλέπεις, εκεί πέρα, πουλάνε ψωμάκια- ας δούμε αν είσαι αρκετά έξυπνος να αγοράσεις ένα. Πήγαινε, αλλά πρόσεξε να μην πάρεις κανένα με ομελέτα. Θέλω μόνο τη φραντζόλα.»

Έφυγα και γύρισα πίσω με ένα ψωμάκι. Ο πατέρας μου χλόμιασε όταν το είδε.

«Μα υπήρχε ομελέτα μέσα!» είπε πολύ εκνευρισμένος.

«Ναι, αλλά μου είπες ότι ήθελες μόνο το ψωμί. Οπότε πέταξα την ομελέτα.»

«Πού την πέταξες;»

«Στο έδαφος.»

XVIII



1936 στο Παρίσι, στο διαμέρισμά μας στην οδό Becquerel, κοντά στο Sacre-Coeur. Η Gala θα έκανε μια επέμβαση το επόμενο πρωί και χρειάστηκε να περάσει τη νύχτα στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Η επέμβαση ήταν πολύ σοβαρή. Παρόλα αυτά, η Gala, με το αμέριστο θάρρος και με τη ζωτικότητά της, δεν φαινόταν να ανησυχεί, και περάσαμε όλο εκείνο το απόγευμα κατασκευάζοντας δύο Σουρεαλιστικά αντικείμενα. Ήταν χαρούμενη σαν παιδί: με επιβλητικές τοξοειδείς κινήσεις, που θύμιζαν τις φιγούρες του Carpaccio, συγκέντρωνε μια καταπληκτική συλλογή από αντικείμενα. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτά τα αντικείμενα ήταν γεμάτα υπονοούμενα σχετικά με την επικείμενη επέμβασή της. Ο καθαρά βιολογικός τους χαρακτήρας ήταν προφανής: μεμβράνες έτοιμες να σκιστούν  από τη ρυθμική κίνηση μεταλλικών κεραιών, ντελικάτες σαν χειρουργικά εργαλεία, ένα μπολ γεμάτο αλεύρι που χρησίμευε ως αντίβαρο για γυναικεία στήθη… Τα στήθη είχαν φτερά πετεινού που φύτρωναν από τις ρώγες, έτσι ώστε αγγίζοντας το αλεύρι μαλάκωναν την επίδραση των μαστών, οι οποίοι έτσι δεν άγγιζαν σχεδόν ποτέ την επιφάνεια και άφηναν ένα απείρως απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο αποτύπωμα του περιγράμματός τους στο κάτασπρο αλεύρι.

Εντωμεταξύ, συναρμολογούσα ένα «αντικείμενο» που ονόμασα το «υπναγωγικό ρολόι.» Αυτό το ρολόι απαρτιζόταν από ένα τεράστιο καρβέλι Γαλλικού ψωμιού τοποθετημένο πάνω σε ένα πολυτελές βάθρο. Στο πίσω μέρος αυτού του καρβελιού τοποθέτησα μια ντουζίνα μελανοδοχεία στη σειρά, και κάθε δοχείο περιείχε μια πένα διαφορετικού χρώματος. Ήμουν εξαιρετικά ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα που παράχθηκε. Όταν νύχτωσε η Gala είχε ολοκληρώσει το αντικείμενό της, και αποφασίσαμε να το πάμε στον Andre Breton να το δει πριν η Gala πάει στο νοσοκομείο. Γρήγορα βάλαμε το αντικείμενο της Gala σε ένα ταξί, αλλά σύντομα αφότου ξεκινήσαμε ένα ξαφνικό φρενάρισμα έκανε το αντικείμενο, παρότι το κρατούσαμε ανάμεσα στα πόδια, να σπάσει, και τα κομμάτια σκόρπισαν στο πάτωμα και στα καθίσματα του ταξί. Ακόμα χειρότερα, το δοχείο που περιείχε ένα κιλό αλεύρι αναταράχτηκε με αποτέλεσμα να γεμίσουμε αλεύρι. Προσπαθήσαμε να μαζέψουμε λίγο από το χυμένο αλεύρι αλλά είχε βρωμίσει. Από καιρό σε καιρό ο οδηγός του ταξί κοιτούσε πίσω προς το μέρος μας με μια έκφραση βαθιάς λύπησης και απορίας. Σταματήσαμε σε ένα μπακάλικο να αγοράσουμε άλλο ένα κιλό αλεύρι.

Όλα αυτά τα περιστατικά μας έκαναν σχεδόν να ξεχάσουμε το νοσοκομείο, όπου φτάσαμε πολύ αργά. Η εμφάνισή μας στο προαύλιο, μέσα σε ένα Μαγιάτικο μοβ λυκόφως, πρέπει να φάνηκε περίεργη και ανησυχητική, αν κρίνω από την εντύπωση που κάναμε στις νοσοκόμες που ήρθαν να μας υποδεχτούν. Συνεχίσαμε να ξεσκονίζουμε τους εαυτούς μας, κάθε φορά σηκώνοντας σύννεφα από αλεύρι, ειδικά εγώ, που ήμουν καλυμμένος μέχρι τα μαλλιά μου. Τι συμπέρασμα μπορούσε να βγάλει κάποιος για έναν σύζυγο ο οποίος έβγαινε από ένα συμβατικό ταξί και έφερνε τη γυναίκα του για μια σοβαρή επέμβαση, με τα ρούχα του γεμάτα αλεύρι, και που φαινόταν να τα βλέπει όλα σαν αστείο; Αυτό παραμένει ίσως ένα άλυτο μυστήριο για τις νοσοκόμες της κλινικής στην οδό Michel-Ange οι οποίες είδαν την περίεργη εμφάνισή μας, και που μόνο αυτή η αφήγηση μπορεί να ξεκαθαρίσει.

Άφησα τη Gala στο νοσοκομείο και γύρισα βιαστικά πίσω σπίτι. Από καιρό σε καιρό όλο και πιο συχνά συνέχισα αφηρημένα να ξεσκονίζω το αλεύρι που είχε επίμονα κολλήσει στα ρούχα μου. Δείπνησα με μερικά στρείδια και ένα ψητό περιστέρι, το οποίο έφαγα με εξαιρετική όρεξη. Μετά από τρεις καφέδες ξεκίνησα πάλι να δουλεύω πάνω στο αντικείμενο που είχα ξεκινήσει το απόγευμα. Στην πραγματικότητα το περίμενα αυτό από τότε που είχα φύγει, και η διακοπή πηγαίνοντας τη Gala στο νοσοκομείο είχε μόνο οξύνει την αναμονή και αύξησε την απόλαυση. Ήμουν κάπως έκπληκτος με τη σχεδόν απόλυτη αδιαφορία μου για την εγχείρηση της γυναίκας μου, η οποία θα γινόταν το επόμενο πρωί στις δέκα. Αλλά δεν μπόρεσα, έστω και με μια μικρή προσπάθεια, να κάνω τον εαυτό μου να νιώσει την παραμικρή αγωνία ή συναίσθημα. Αυτή η πλήρης αδιαφορία για το πλάσμα που πίστευα ότι λάτρευα παρουσίασε στη νοημοσύνη μου ένα πολύ ενδιαφέρον φιλοσοφικό και ηθικό πρόβλημα, στο οποίο, ωστόσο, ήταν αδύνατο να δώσω την πλήρη προσοχή μου.

Πράγματι αισθάνθηκα εμπνευσμένος, εμπνευσμένος σαν μουσικός: νέες ιδέες έλαμψαν στο βάθος της φαντασίας μου. Στη φραντζόλα ψωμιού πρόσθεσα εξήντα εικόνες μελανοδοχείων με τις πένες βαμμένες με νερομπογιά σε μικρά τετράγωνα χαρτιού τα οποία έβαλα να κρέμονται από εξήντα σχοινιά κάτω από το ψωμί. Ένα ζεστό αεράκι που φύσηξε από το δρόμο έκανε όλες αυτές τις εικόνες να πηγαινοέρχονται μπρος και πίσω. Στοχάστηκα την παράλογη και τρομερά πραγματική εμφάνιση του αντικειμένου μου με πραγματική έκσταση. Ακόμα απορροφημένος με τη σημασία του αντικειμένου που είχα μόλις κατασκευάσει, έπεσα τελικά στο κρεβάτι γύρω στις δύο το πρωί. Με την αθωότητα ενός αγγέλου με πήρε αμέσως ένας βαθύς, ειρηνικός ύπνος. Στις πέντε ξύπνησα σαν δαίμονας. Η μεγαλύτερη αγωνία που είχα ποτέ νιώσει με κράτησε καθηλωμένο στο κρεβάτι.

Με απελπιστικά αργές κινήσεις που μου φάνηκε ότι κράτησαν δύο χιλιάδες χρόνια, πέταξα τις κουβέρτες που με έπνιγαν. Ήμουν καλυμμένος με κρύο ιδρώτα τύψεων που μοιάζει με την υγρασία που έχει σχηματιστεί πάνω στα τοπία της ανθρώπινης ψυχής από τις πρώτες αναλαμπές της αυγής της ανθρώπινης ηθικής. Η ημέρα τρύπησε τον ουρανό, το οξύ και παραληρηματικό τραγούδι των πουλιών ξαφνικά ξύπνησε, με το ράμφος του, ανοίγοντας στις κόρες των ματιών μου την ατυχία, εκκωφαντική στα αυτιά μου, σφίγγοντας την καρδιά μου με τον τεταμένο και αυξανόμενο ιστό όλων των μπουμπουκιών που ξεχειλίζουν από τους χυμούς της άνοιξης.

Gala, Galuchka, Galuchkineta! Καυτά δάκρυα γέμισαν ένα-ένα τα μάτια μου, άτσαλα στην αρχή, με σπασμούς και τις ωδίνες του τοκετού. Στη συνέχεια έρεαν- με τη σιγουριά και την ορμή μιας καλπάζουσας πομπής αλόγων- με θλίψη για το αγαπημένο πρόσωπο, το προφίλ του οποίου φαινόταν να κάθεται στο στολισμένο με πέρλες άρμα της απελπισίας περνώντας θριαμβευτικά. Κάθε φορά που η ροή των δακρύων μου υποχωρούσε εμφανιζόταν μπροστά μου μια στιγμιαία εικόνα της Gala γερμένης στη βάση μιας ελιάς στο Cadaques να με κοιτάει· η Gala στο τέλος του καλοκαιριού σκύβοντας να πιάσει ένα αστραφτερό βότσαλο ανάμεσα στα βράχια του ακρωτηρίου Creus· η Gala να κολυμπάει τόσο μακριά ώστε να μπορώ μόλις να διακρίνω το χαμόγελο του μικρού της προσώπου- και αυτές οι φευγαλέες εικόνες ήταν αρκετές να προκαλέσουν με την οδυνηρή τους  πίεση μια φρέσκια ριπή δακρύων, σαν ο σκληρός μηχανισμός των συναισθημάτων να πίεζε το μυώδες διάφραγμα των ζυγωματικών μου, πιέζοντας και βγάζοντας μέχρι την τελευταία σταγόνα καθεμιά από εκείνες τις φωτεινές οπτασίες της αγάπης μου, που βρίσκονταν μέσα στο οξύ και ζωτικό  λεμόνι  της μνήμης.

Σαν κάποιον δαιμονισμένο έτρεξα στο νοσοκομείο, και πιάστηκα από τη φόρμα του χειρούργου με μια τέτοια επίδειξη ζωώδη φόβου που με μεταχειρίστηκε με εξαιρετική επιφυλακτικότητα, σαν να ήμουν ο ίδιος ασθενής. Για μια βδομάδα ήμουν σε μια σχεδόν σταθερή κατάσταση δακρύων και έκλαιγα με κάθε ευκαιρία, προς μεγάλη έκπληξη των στενών μου φίλων ανάμεσα στους Σουρεαλιστές. Μια Κυριακή έφτασε όταν η Gala ήταν σίγουρα εκτός κινδύνου. Η Galuchka ήταν χαμογελαστή, και επιτέλους έπιασα το χέρι της στο μάγουλό μου. Και με τρυφερότητα σκέφτηκα: «Μετά από όλα αυτά, θα μπορούσα να σε σκοτώσω!»

XIX


Τα τρία μου ταξίδια στη Βιέννη ήταν ακριβώς σαν τρεις σταγόνες νερού που δεν διέθεταν τις αντανακλάσεις που τις κάνουν να λάμπουν. Σε καθένα από αυτά τα ταξίδια έκανα ακριβώς τα ίδια πράγματα: το πρωί πήγαινα να δω τον Vermeer στη συλλογή του Czernin, και το απόγευμα δεν πήγαινα στον Φρόιντ γιατί είχα μάθει ότι βρισκόταν εκτός πόλης για λόγους υγείας.

Θυμάμαι με μια γλυκιά μελαγχολία να περνώ αυτά τα απογεύματα περπατώντας απρογραμμάτιστα στους δρόμους της αρχαίας πρωτεύουσας της Αυστρίας. Η τάρτα σοκολάτας, που έτρωγα στα σύντομα διαλλείματα από τη μία αρχαιότητα στην άλλη, είχε μια ελαφρώς πικρή γεύση που προερχόταν από τις αρχαιότητες που έβλεπα και από την παρωδία της συνάντησης που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το απόγευμα διεξήγαγα μακρές και εξαντλητικές φανταστικές συνομιλίες με τον Φρόιντ· μάλιστα υποτίθεται ότι μια φορά ήρθε σπίτι μου και παρέμεινε όλο το βράδυ προσκολλημένος στις κουρτίνες του δωματίου μου στο ξενοδοχείο Sacher.

Πολλά χρόνια μετά την τελευταία αναποτελεσματική μου προσπάθεια να συναντήσω τον Φρόιντ, έκανα μια γαστρονομική εκδρομή στην περιοχή του Sens στη Γαλλία. Ξεκινήσαμε το δείπνο με σαλιγκάρια, ένα από τα αγαπημένα μου φαγητά. Η συζήτηση στράφηκε στον Edgar Allan Poe, ένα θαυμάσιο θέμα για να συνοδεύσει τα σαλιγκάρια, και συγκεκριμένα είχε να κάνει με ένα βιβλίο που τότε είχε κυκλοφορήσει της πριγκίπισσας της Ελλάδας, Μαρίας Βοναπάρτη, και το οποίο είχε να κάνει με μια ψυχαναλυτική μελέτη πάνω στον Poe. Ξαφνικά είδα μια φωτογραφία του καθηγητή Φρόιντ στο εξώφυλλο μια εφημερίδας που κάποιος δίπλα μου διάβαζε. Αμέσως αγόρασα την εφημερίδα και διάβασα ότι ο εξόριστος Φρόιντ είχε μόλις φθάσει στο Παρίσι. Δεν είχα ακόμη συνέλθει από το σοκ αυτών των νέων όταν άφησα να φύγει μια δυνατή κραυγή. Μόλις εκείνη τη στιγμή είχα ανακαλύψει το μορφολογικό μυστικό του Φρόιντ! Το κρανίο του Φρόιντ είναι ένα σαλιγκάρι! Ο εγκέφαλός του έχει τη μορφή σπείρας- έτοιμος να εξαχτεί με μια βελόνα! Αυτή η ανακάλυψη επηρέασε έντονα το πορτραίτο του που αργότερα σχεδίασα, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του.

Το κρανίο του Raphael είναι ακριβώς το αντίθετο από του Φρόιντ· είναι οκτάγωνο σαν κομμένο κόσμημα, και ο εγκέφαλός του είναι σαν φλέβες στην πέτρα. Το κρανίο του Leonardo είναι σαν ένα από τα καρύδια που κάποιος σπάει: δηλαδή μοιάζει περισσότερο με πραγματικό εγκέφαλο.

Επρόκειτο να συναντήσω επιτέλους τον Φρόιντ στο Λονδίνο. Συνοδευόμουν από το συγγραφέα Stefan Zweig και από τον ποιητή Edward James. Ενώ διέσχιζα την αυλή του γέρου καθηγητή, είδα ένα ποδήλατο ακουμπισμένο στον τοίχο, και στη σέλα, δεμένη με ένα σκοινί, ήταν μια μποτίλια που έμοιαζε γεμάτη νερό, και στο πίσω μέρος της μποτίλιας περπατούσε ένα σαλιγκάρι! Η παρουσία αυτής της σύμπτωσης στην αυλή του σπιτιού του Φρόιντ φαινόταν παράξενη και ανεξήγητη.


Αντίθετα με τις προσδοκίες μου μιλήσαμε λίγο, αλλά καταβροχθίσαμε ο ένας τον άλλον με τα μάτια. Δεν γνώριζε τίποτε για μένα εκτός από τη ζωγραφική μου, την οποία και θαύμαζε, αλλά ξαφνικά είχα την έμπνευση να προσπαθήσω να φανώ στα μάτια του ως ένα είδος αυθεντίας της «συμπαντικής διάνοιας.» Αργότερα έμαθα ότι το αποτέλεσμα που προκάλεσα ήταν ακριβώς το αντίθετο.

Πριν να φύγω θέλησα να του δώσω ένα περιοδικό που περιείχε ένα άρθρο που είχα γράψει με θέμα την παράνοια. Άνοιξα έτσι το περιοδικό στην σελίδα του κειμένου μου, παρακαλώντας τον να το διαβάσει. Αυτός συνέχισε να με κοιτάει χωρίς να δείχνει την παραμικρή προσοχή στο περιοδικό. Προσπαθώντας να κινήσω το ενδιαφέρον του, του εξήγησα ότι δεν ήταν μια σουρεαλιστική παρεκτροπή, αλλά ότι επρόκειτο πραγματικά για ένα φιλόδοξο επιστημονικό άρθρο, και επανέλαβα τον τίτλο, δείχνοντάς τον ταυτόχρονα με το δάκτυλό μου. Πριν να ξαναδείξει ατάραχη αδιαφορία, η φωνή μου έγινε αυθόρμητα πιο οξεία και επίμονη. Στη συνέχεια, συνεχίζοντας να με κοιτάει με μια σταθερότητα στην οποία φαινόταν όλη του η ύπαρξη να συγκλίνει, είπε, απευθυνόμενος στον Stefan Zweig, «Ποτέ μου δεν ξανάδα ένα πιο πλήρες παράδειγμα Ισπανού. Τι φανατικός



*Από το βιβλίο, THE SECRET LIFE OF SALVADOR DALI, Salvador Dali