3 Ιουν 2013

Νόημα και πληροφορία [Μέρος 1ο]

[Τα ακόλουθα είναι από το βιβλίο «The Search for Meaning» - «The New Spirit in Science and Philosophy,» που δημοσιεύτηκε από τον οίκο Crucible το 1989, και είναι μια συλλογή δοκιμίων από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, και τα οποία δοκίμια επικεντρώνονται σε ιδέες που προτάθηκαν από τον David Bohm. Η συλλογή εκδόθηκε από τον Paavo Pylkkanen.]

Σε αυτό το βιβλίο ο συγκεκριμένος σκοπός μας είναι να εξερευνήσουμε την έννοια του νοήματος ως ενός βασικού παράγοντα της ύπαρξης, όχι μόνο για τα ανθρώπινα όντα ατομικά και κοινωνικά, αλλά ίσως επίσης για τη φύση και για όλο το σύμπαν.

Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «νόημα», αυτό περιλαμβάνει τη σημασία, το σκοπό, την πρόθεση και την αξία. Ωστόσο, αυτά είναι μόνο σημεία αναφοράς στην εξερεύνηση της έννοιας του νοήματος. Προφανώς, δεν μπορούμε να ελπίζουμε να το κάνουμε αυτό σε μερικές φράσεις. Μάλλον, πρέπει να ξεδιπλωθεί η έννοια καθώς προχωράμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπάρξει καμία εξαντλητική ανάλυση του θέματος, διότι δεν υπάρχει κανένα όριο για την έννοια του νοήματος. Εδώ, μπορούμε να φέρουμε επωφελώς στο προσκήνιο τη δήλωση του Korzybski ότι τα πάντα δεν είναι αυτό που λέμε ότι είναι. Μπορεί το όλο να μοιάζει με αυτό που λέμε, αλλά είναι επίσης κάτι περισσότερο και κάτι διαφορετικό. Η πραγματικότητα είναι, ως εκ τούτου, ανεξάντλητη, και το ίδιο προφανώς είναι το νόημα. Αυτό που χρειάζεται είναι έτσι μια δημιουργική στάση απέναντι στο όλο, που να επιτρέπει την ατελείωτη δημιουργία νέων νοημάτων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, κατά την εξερεύνηση της έννοιας του νοήματος.

Το νόημα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την πληροφορία. Η λειτουργική έννοια εδώ είναι ότι η πληροφορία έχει να κάνει με τη μορφή. Κυριολεκτικά «πληροφορώ» σημαίνει «μορφοποιώ.» Πρώτα απ’ όλα, η πληροφορία πρέπει να πραγματοποιηθεί σε κάποια μορφή, η οποία μεταφέρεται είτε με ένα υλικό σύστημα (π.χ. μια εκτυπωμένη σελίδα) είτε με κάποιο είδος ενέργειας (π.χ. ένα ραδιοκύμα). Βρίσκουμε γενικά ότι η μορφή καθαυτή δεν μπορεί να υπάρξει από μόνη της, αλλά πρέπει να έχει την υπόστασή της σε κάποια υλική ή ενεργειακή βάση· και γι’ αυτό η πληροφορία πρέπει να μεταφέρεται σε αυτήν τη βάση. Έτσι, ακόμη και η πληροφορία που βρίσκεται στις αισθήσεις και στις διαδικασίες της σκέψης έχει βρεθεί ότι μεταφέρεται από φυσικές και χημικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο νευρικό σύστημα και στον εγκέφαλο.

Αυτό που είναι σημαντικό ώστε μια μορφή να αποτελέσει πληροφορία είναι ότι πρέπει να έχει νόημα. Για παράδειγμα, λέξεις σε μια γλώσσα που δεν είναι δυνατό να διαβάσουμε δεν έχουν κανένα νόημα, και επομένως δεν περιέχουν καμία πληροφορία για εμάς. Ο Gregory Bateson είπε, «η πληροφορία είναι μια διαφορά που κάνει τη διαφορά». Αλλά για να είμαστε ακριβέστεροι, θα το θέσουμε ως εξής: Η πληροφορία είναι μια διαφορά στη μορφή που κάνει τη διαφορά στο περιεχόμενο, δηλαδή, στο νόημα. (Για παράδειγμα, μια διαφορά στις μορφές των γραμμάτων σε μια εκτυπωμένη σελίδα κάνει γενικά μια διαφορά σε αυτό που σημαίνουν.)

Νόημα είναι η δραστηριότητα της πληροφορίας

Πώς ακριβώς σχετίζεται η πληροφορία με το νόημα; Για να εξετάσουμε αυτό το ερώτημα, είναι χρήσιμο να θεωρήσουμε την έννοια της ενεργής πληροφορίας. Για παράδειγμα, ας πάρουμε ένα ραδιοκύμα, του οποίου η μορφή μεταφέρει πληροφορία που αντιπροσωπεύει είτε ήχο ή εικόνες. Το ραδιοκύμα καθαυτό έχει πολύ λίγη ενέργεια. Ο δέκτης, ωστόσο, έχει πολύ μεγαλύτερη ενέργεια (π.χ. από την πηγή τροφοδοσίας). Η δομή του ραδιοφώνου είναι τέτοια ώστε η μορφή που μεταφέρεται από το ραδιοκύμα επιβάλλεται στην πολύ μεγαλύτερη ενέργεια του δέκτη. Η μορφή στο ραδιοκύμα έτσι κυριολεκτικά «πληροφορεί» την ενέργεια στο δέκτη, δηλαδή βάζει την μορφή του σε αυτήν την ενέργεια, και αυτή η μορφή έτσι τελικά μεταμορφώνεται σε σχετικές μορφές ήχου και φωτισμού. Στο ραδιοκύμα, η μορφή είναι αρχικά ανενεργή, αλλά καθώς η μορφή εισέρχεται στην ηλεκτρική ενέργεια του δέκτη, μπορούμε να πούμε, ότι η πληροφορία ενεργοποιείται. Σε γενικές γραμμές, αυτή η πληροφορία είναι μόνο δυνητικά ενεργή στο ραδιοκύμα, αλλά γίνεται πραγματικά ενεργή μόνο όταν και όπου υπάρχει ένας δέκτης που μπορεί να αποκριθεί με τη δική του ενέργεια.

Μια παρόμοια έννοια ισχύει για έναν υπολογιστή. Η μορφή υπάρχει στα τσιπς σιλικόνης, τα οποία έχουν πολύ λίγη ενέργεια, αλλά αυτή η μορφή εισέρχεται στην πολύ μεγαλύτερη ενέργεια των συνολικών δραστηριοτήτων του υπολογιστή, και μπορεί ακόμη να ενεργήσει έξω από τον υπολογιστή (π.χ. σε ένα πλοίο ή αεροπλάνο που ελέγχεται από έναν αυτόματο πιλότο που καθοδηγείται από την πληροφορία στα ραδιοκύματα).

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχουμε λάβει υπόψη συσκευές φτιαγμένες από τον άνθρωπο, που ανταποκρίνονται ενεργά στις πληροφορίες. Ωστόσο, στη σύγχρονη μοριακή βιολογία, υποτίθεται ότι το μόριο DNA αποτελεί έναν κώδικα (δηλαδή μια γλώσσα), και ότι τα μόρια RNA «διαβάζουν» αυτόν τον κώδικα, και έτσι στην πραγματικότητα «ενημερώνονται» ως προς τι είδους πρωτεΐνες πρέπει να φτιάξουν. Η μορφή του μορίου DNA έτσι εντάσσεται στη γενική ενέργεια και δραστηριότητα του κυττάρου. Ανά πάσα στιγμή, το μεγαλύτερο μέρος της μορφής είναι ανενεργό, καθώς μόνο ορισμένα τμήματά του διαβάζονται από το RNA, σύμφωνα με το στάδιο ανάπτυξης και τις περιστάσεις του κυττάρου. Εδώ, έχουμε μια περίπτωση στην οποία η έννοια της ενεργής πληροφορίας δεν εξαρτάται από τίποτα κατασκευασμένο από τον άνθρωπο. Αυτό δείχνει ότι η ιδέα της ενεργής πληροφορίας δεν περιορίζεται στο ανθρώπινο πλαίσιο, και προτείνει ότι τέτοιου είδους πληροφορία ενδέχεται να ισχύει γενικά.

Φυσικά, είναι σαφές, ότι η έννοια της ενεργής πληροφορίας επίσης εφαρμόζεται άμεσα στην ανθρώπινη εμπειρία. Για παράδειγμα, όταν η μορφή μιας πινακίδας συλλαμβάνεται από τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα, η μορφή είναι αμέσως ενεργή ως νόημα (π.χ. αν η πινακίδα είναι «στοπ,» ο άνθρωπος ακινητοποιεί το αυτοκίνητο).

Ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι αυτό ενός ατόμου που συναντά μια σκιά μια σκοτεινή νύχτα. Αν η προηγούμενη εμπειρία του ατόμου αυτού είναι τέτοια που να υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχουν λωποδύτες στη γειτονιά, η έννοια ενός λωποδύτη μπορεί να αποδοθεί άμεσα σε αυτή τη μορφή. Το αποτέλεσμα θα είναι μια εκτεταμένη και ισχυρή δραστηριότητα του μυαλού και του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής αδρεναλίνης, η ένταση των μυών, και η αύξηση των παλμών της καρδιάς. Αλλά αν, κάτω από προσεκτικότερη εξέταση, το άτομο αυτό δει επιπλέον στοιχεία που να δείχνουν ότι πρόκειται μόνο για μια σκιά, τότε όλη αυτή η δραστηριότητα σταματά, και το σώμα και το μυαλό ησυχάζουν και πάλι. Είναι σαφές έτσι ότι οποιαδήποτε μορφή στην οποία μπορεί να αποδοθεί νόημα μπορεί να αποτελέσει πληροφορία. Αυτή ενδεχομένως είναι γενικά ενεργή, και μπορεί να γίνει πραγματικά ενεργή στο μυαλό και στο σώμα ενός ανθρώπου κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες.

Τέτοιες σχέσεις δραστηριότητας μεταξύ μυαλού και σώματος έχουν ονομαστεί ψυχοσωματικές. Αυτό προτείνει δύο ξεχωριστά συστήματα που αλληλεπιδρούν. Αλλά τα παραδείγματα που έχουμε συζητήσει δείχνουν μια σχέση πολύ πιο στενή από την απλή αλληλεπίδραση ξεχωριστών οντοτήτων. Περισσότερο, αυτό που προτείνεται είναι ότι πρόκειται απλώς για δύο πλευρές ή πτυχές μιας συνολικής διαδικασίας, χωρισμένες στη σκέψη για χάρη ανάλυσης, αλλά αναπόσπαστα ενωμένες στην πραγματικότητα.

Θα ήθελα να προτείνω έτσι ότι η δραστηριότητα, εικονική ή πραγματική, στην ενέργεια και στην ύλη είναι το νόημα της πληροφορίας, παρά να πούμε ότι η πληροφορία επηρεάζει μια οντότητα που ονομάζεται μυαλό το οποίο με τη σειρά του επιδρά με κάποιο τρόπο πάνω στο σώμα. Έτσι η σχέση ανάμεσα στην ενεργή πληροφορία και στο νόημά της είναι βασικά παρόμοια με εκείνη ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο, για την οποία ξέρουμε ότι πρόκειται για μια διάκριση χωρίς πραγματική διαφορά ή διαχωρισμό ανάμεσα στα δύο στοιχεία.

Για να επιστήσουμε την προσοχή σε αυτό το είδος διάκρισης, προτείνω τον όρο σωμα-σημαντικό (soma-significant), αντί για ψυχοσωματικό. Με τον τρόπο αυτό, γενικεύω την έννοια του σώματος να συμπεριλάβει όλη την ύλη. Κάθε εκδήλωση της ύλης έχει μορφή, και αυτή η μορφή έχει νόημα (τουλάχιστον δυνητικά, αν όχι στην πραγματικότητα). Έτσι βλέπουμε αρκετά γενικά ότι το σώμα είναι σημαντικό, αλλά με τη σειρά της αυτή η σημασία μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω σωματική δραστηριότητα (π.χ. όπως με τη σκιά τη σκοτεινή νύχτα). Θα ονομάσουμε αυτή τη δραστηριότητα σημα-σωματική (signa-somatic). Έτσι έχουμε τις δύο αδιαχώριστες κινήσεις του σώματος να γίνονται σημαντικές και τη σημασία να γίνεται μια σωματική δραστηριότητα. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά και για τους υπολογιστές (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μπορούν πλέον να «αναγνωρίζουν» μορφές και να ενεργούν διαφορετικά ανάλογα με τις διαφορές στη μορφή). Παρόμοια το RNA σ’ ένα κύτταρο μπορεί να ανταποκριθεί στη μορφή του DNA, έτσι ώστε το «σώμα» του DNA γίνεται σημαντικό, και αυτό ενεργεί σημα-σωματικά για την παραγωγή πρωτεϊνών που διαφέρουν ανάλογα με τις διαφορές στη μορφή του DNA. Οπότε οι σωμα-σημαντικές και σημα-σωματικές δράσεις μπορούν να επεκταθούν πέρα από το πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας, και ακόμη πέρα από το πλαίσιο των συσκευών που κατασκευάζονται από τον άνθρωπο.

Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η δραστηριότητα του νοήματος μπορεί να είναι μόνο εικονική, όχι πραγματική. Η εικονική δραστηριότητα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή δυνητικότητα. Μάλλον, είναι ένα είδος ανασταλμένης δράσης. Για παράδειγμα, το νόημα μιας λέξης ή κάθε άλλης μορφής μπορούν να ενεργούν ως φαντασία. Αν και δεν υπάρχει καμία ορατή δράση προς τα έξω, υπάρχει εντούτοις μια δράση, η οποία προφανώς περιλαμβάνει τη σωματική δραστηριότητα του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος, και μπορεί επίσης να περιλαμβάνει τις ορμόνες και τη μυϊκή ένταση, αν το νόημα έχει μια έντονη συναισθηματική φόρτιση. Ωστόσο, κάποια στιγμή, αυτή η ενέργεια μπορεί να παύσει να βρίσκεται σε αναστολή, έτσι ώστε μια δράση προς τα έξω να συμβεί. Για παράδειγμα, κατά την ανάγνωση ενός χάρτη οι μορφές στο χαρτί αποτελούν πληροφορία, και το νόημά της συλλαμβάνεται ως ένα σύνολο από εικονικές δραστηριότητες (π.χ. στη φαντασία), που αντιπροσωπεύουν τις ενέργειες που μπορούμε να πράξουμε στην περιοχή που αντιπροσωπεύεται από το χάρτη. Αλλά μεταξύ αυτών, μόνο μια θα πραγματωθεί εξωτερικά, ανάλογα με το πού βρίσκουμε τους εαυτούς μας εκείνη τη στιγμή. Η πληροφορία στο χάρτη είναι έτσι δυνητικά και εικονικά ενεργή με πολλούς τρόπους, αλλά στην πραγματικότητα και εξωτερικά ενεργή το πολύ με έναν τρόπο.

Αν, ωστόσο, δεν μπορούμε να βρούμε καμία θέση, τουλάχιστον προς το παρόν, προς την οποία ο χάρτης να είναι πραγματικά σχετικός, μια τέτοια εξωτερική δραστηριότητα μπορεί να ανασταλεί. Όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτό το είδος αναστολής της εξωτερικής δραστηριότητας εξακολουθεί ωστόσο να είναι ένα είδος ενεργής δραστηριότητας που ρέει από το συνολικό νόημα των διαθέσιμων πληροφοριών, (που τώρα περιλαμβάνει τη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει καμία θέση προς την οποία ο χάρτης να σχετίζεται πραγματικά). Γενικότερα έτσι, όλη η δράση (συμπεριλαμβανομένης της μη δράσης) λαμβάνει χώρα σε μια δεδομένη στιγμή άμεσα και αμέσως σύμφωνα με τη σημασία της συνολικής κατάστασης για εμάς εκείνη τη στιγμή. Δηλαδή, δεν συνειδητοποιούμε πρώτα το νόημα της πληροφορίας και έπειτα επιλέγουμε να δράσουμε ή όχι. Αντίθετα, η σύλληψη του νοήματος είναι, την ίδια στιγμή, το σύνολο της εν λόγω δράσης (ακόμη και αν αυτό θα πρέπει να συμπεριλάβει τη δράση της αναστολής της εξωτερικής δραστηριότητας).

Αυτή η αδιάσπαστη σχέση νοήματος και δράσης μπορεί να γίνει κατανοητή με περισσότερες λεπτομέρειες θεωρώντας ότι το νόημα δηλώνει όχι μόνο τη σημασία κάποιου πράγματος, αλλά επίσης την πρόθεσή μας απέναντί του. Έτσι η φράση «εννοώ να κάνω κάτι» σημαίνει «έχω την πρόθεση να το κάνω». Αυτή  η διπλή έννοια του όρου «νόημα» δεν είναι απλά ένα ατύχημα της γλώσσας μας, αλλά αντίθετα, περιέχει μία σημαντική διορατικότητα στη γενική δομή του νοήματος.

Για να γίνει αυτό κατανοητό, σημειώνουμε αρχικά ότι μια πρόθεση προκύπτει γενικά από μια προηγούμενη αντίληψη του νοήματος ή της σημασίας μιας συγκεκριμένης  συνολικής κατάστασης. Αυτό δίνει όλες τις σχετικές δυνατότητες και συνεπάγεται λόγους για την επιλογή της καλύτερης. Ως απλό παράδειγμα, μπορούμε να εξετάσουμε τις διάφορες τροφές που μπορούμε να φάμε. Η πραγματική επιλογή μπορεί να γίνει σύμφωνα με τη σημασία των τροφίμων ανάλογα με το ποια τρόφιμα συμπαθούμε ή αντιπαθούμε, αλλά μπορεί να εξαρτηθεί επιπλέον από το νόημα της γνώσης που έχουμε σχετικά με τις θρεπτικές ιδιότητες των τροφίμων. Γενικότερα, μια τέτοια επιλογή, είτε να ενεργήσουμε ή όχι, θα εξαρτηθεί από το σύνολο της σημασίας εκείνη τη στιγμή. Η πηγή όλης αυτής της δραστηριότητας περιλαμβάνει όχι μόνο την αντίληψη και την αφηρημένη ή ρητή γνώση, αλλά επίσης αυτό που ο Polanyi ονόμασε άρρητη γνώση· δηλαδή, γνώση που περιέχει συγκεκριμένες δεξιότητες και αντιδράσεις που δεν ορίζονται από τη γλώσσα (όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν οδηγάμε ένα ποδήλατο). Τελικά, είναι αυτή η συνολική σημασία, συμπεριλαμβανομένων όλων των ειδών δυνητικών και εικονικών δράσεων, που παράγει τη συνολική πρόθεση, την οποία νιώθουμε ως ένα συναίσθημα ότι είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Πρέπει να θυμόμαστε, ωστόσο, ότι το μεγαλύτερο μέρος του νοήματος σε αυτή τη διαδικασία είναι ελλοχεύον. Πράγματι, ό, τι λέμε ή κάνουμε, δεν μπορούμε να το περιγράψουμε λεπτομερώς, εκτός από ένα πολύ μικρό μέρος της συνολικής σημασίας που μπορεί να αντιλαμβανόμαστε σε κάθε χρονική στιγμή. Επιπλέον, όταν μια τέτοια σημασία εγείρει μια πρόθεση, θα είναι επίσης σχεδόν εξ ολοκλήρου ελλοχεύουσα, τουλάχιστον στην αρχή. Για παράδειγμα, ελλοχεύουσα στην παρούσα πρόθεση κάποιου να γράψει ή να μιλήσει είναι μια ολόκληρη διαδοχή λέξεων τις οποίες δεν γνωρίζει μέχρι να τις γράψει ή να τις εκφράσει προφορικά. Επιπλέον, στην ομιλία ή στη γραφή, αυτές οι λέξεις δεν επιλέγονται μία- μία. Αντίθετα, πολλές λέξεις φαίνεται να βρίσκονται αναδιπλωμένες σε κάθε δεδομένη στιγμιαία πρόθεση, και αυτές αναδύονται με μια φυσική σειρά η οποία είναι επίσης αναδιπλωμένη.

Το νόημα και  η πρόθεση φαίνεται έτσι ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, ως οι δύο πλευρές ή πτυχές της ίδιας δραστηριότητας. Στην πραγματικότητα, δεν έχουν καμία διακριτή ύπαρξη, αλλά χάρη περιγραφής τις διακρίνουμε (όπως κάναμε επίσης για την πληροφορία και το νόημα). Το νόημα ξεδιπλώνεται σε πρόθεση, και η πρόθεση σε δράση, η οποία, με τη σειρά της, έχει περαιτέρω σημασία, έτσι ώστε δημιουργείται, γενικά, μια κυκλική ροή, ή ένας κύκλος.

Στενά συνδεδεμένη με το νόημα και την πρόθεση είναι η αξία. Έτσι, αν πούμε «Αυτό σημαίνει πολλά για μένα,» εννοούμε «Αυτό έχει μια πολύ ψηλή αξία για μένα». Η λέξη «αξία» (value) έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη valor (ανδρεία), και ως εκ τούτου υπονοεί ένα είδος δύναμης ή αρετής. Σε γενικές γραμμές, αυτό που έχει για μας μια ευρεία και βαθιά σημασία θα οδηγήσει σε μια αίσθηση της αξίας, η οποία μας ωθεί σε κάποιο είδος ανταπόκρισης, και μας γεμίζει με μια αντίστοιχη δύναμη ή ένταση του είδους της ενέργειας που είναι αναγκαία για την εκτέλεση της πρόθεσής μας. Χωρίς μια τέτοια αίσθηση της αξίας, θα έχουμε λίγο ενδιαφέρον και ενέργεια, και η δράση μας θα τείνει να είναι αδύναμη και αναποτελεσματική. Είναι επομένως σαφές ότι οι έννοιες που υπονοούν κάποιο είδος υψηλής αξίας θα έχουν ως αποτέλεσμα ισχυρές και σταθερές προθέσεις. Όταν τέτοιες προθέσεις είναι εστιασμένες σε ένα καθορισμένο τέλος ή στόχο (και πάλι αυτό εξαρτάται από το γενικό νόημα) ονομάζονται βούληση. Έτσι, η πρόθεση, η αξία και η βούληση μπορούν να θεωρηθούν ως βασικές πτυχές του σωμα-σημαντικού και σημα-σωματικού κύκλου. Συνεπάγεται τότε ότι τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, μαζί με το νόημα, ρέουν και συγχωνεύονται μεταξύ τους σε μια αδιάσπαστη κίνηση. Οι διαφορές μεταξύ τους βρίσκονται μόνο στη σκέψη. Αυτές οι διακρίσεις είναι χρήσιμες όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε και να εκφράσουμε αυτήν τη διαδικασία, αλλά δεν πρέπει να θεωρούνται ότι αντιστοιχούν σε κάποιον πραγματικό διαχωρισμό μεταξύ τους.

Μέχρι στιγμής, έχουμε συζητήσει πώς ήδη γνωστά νοήματα λαμβάνουν μέρος στον κύκλο που περιγράψαμε παραπάνω. Σε γενικές γραμμές, τέτοιες έννοιες περιέχουν έμμεσα μια προδιάθεση να ενεργήσουμε με έναν αντίστοιχο τρόπο. Έτσι, αν για παράδειγμα η άποψη ενός δρόμου δηλώνει ότι είναι επίπεδος, το σώμα μας αμέσως προδιατίθεται να περπατήσει αναλόγως. Επιπλέον, αν υπάρχουν απροσδόκητες λακκούβες στο δρόμο, μπορεί να μας κάνουν να παραπατήσουμε εωσότου αντιληφθούμε τη σημασία της νέας κατάστασης, και έτσι αυτομάτως να αλλάξουμε τη συμπεριφορά του σώματός μας. Όλα τα νοήματα πράγματι υπονοούν (ή αναδιπλώνουν) διάφορα είδη τέτοιας πρόθεσης για δράση (ή για μη δράση), και πρόκειται για ένα ουσιαστικό μέρος της σημα-σωματικής δραστηριότητας του νοήματος.

Όσο η ενέργεια που ρέει έξω από ένα δεδομένο σύνολο τέτοιων προκατεστημένων νοημάτων είναι συνεκτική και κατάλληλη, αυτό το είδος προδιάθεσης συνεχώς θα ενισχύεται, μέχρι να γίνει συνήθεια, ή σταθερή πρόθεση.

Αλλά αργά ή γρήγορα, θα αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση στην οποία η συγκεκριμένη προδιάθεση δεν θα είναι πια η κατάλληλη. Τότε είναι αναγκαίο να αναστείλουμε τις παλιότερες προδιαθέσεις, και να παρατηρήσουμε, να μάθουμε, και να αντιληφθούμε ένα νέο νόημα, που να υποδηλώνει μια νέα προδιάθεση.

Για παράδειγμα, θεωρήστε ένα πολύ μικρό παιδί, για το οποίο τα φωτεινά αντικείμενα πάντα σήμαιναν καλοσύνη, ευτυχία, ενθουσιασμό, κ.λπ., στα οποία υπονοείται μια προδιάθεση προσέγγισης και κατοχής τους. Ας υποθέσουμε τώρα ότι για πρώτη φορά το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με μια φωτιά, και ενεργεί σύμφωνα με τη συνήθη προδιάθεσή του. Θα καεί και θα πάρει το χέρι του από τη φωτιά. Την επόμενη φορά που το παιδί θα δει μια φωτιά, η αρχική προδιάθεση να προσπαθήσει να την πιάσει θα παρεμποδιστεί από την ανάμνηση του πόνου. Όταν οι δράσεις αναστέλλονται με αυτόν τον τρόπο, η πνευματική ενέργεια στην πρόθεση δράσης θα τείνει να ανατρέξει σε εικόνες από προηγούμενες εμπειρίες με παρόμοια αντικείμενα. Αυτές θα περιλαμβάνουν όχι μόνο εικόνες από πολλά ευχάριστα λαμπερά αντικείμενα, αλλά επίσης τη μνήμη της φωτιάς, η οποία ήταν ευχάριστη από μακριά αλλά επώδυνη στην εμπειρία της αφής. Κατά κάποιο τρόπο, αυτές οι εικόνες αποτελούν τώρα ένα νέο επίπεδο σωματικής μορφής, που μοιάζει με εκείνη των αρχικών αντικειμένων, αλλά μιας πιο λεπτής φύσης. Αυτή η μορφή είναι, κατά μια έννοια, «σαρωμένη» ή επεξεργασμένη από ένα ακόμη βαθύτερο και πιο λεπτό επίπεδο εσωτερικής δραστηριότητας.

Επισημαίνουμε και πάλι ότι σε μια τέτοια διαδικασία, αυτό που προηγουμένως αποτελούσε το νόημα (δηλαδή οι εικόνες και η σημασία τους) αντιμετωπίζεται τώρα ως σωματική μορφή. Το παιδί μπορεί να λειτουργήσει με βάση αυτή τη μορφή, όπως μπορεί να λειτουργήσει με τις μορφές των απλών αντικειμένων. Έτσι, το παιδί είναι σε θέση να παρακολουθήσει την εικόνα της φωτιάς, καθώς την πλησιάζει, και σε κάποια στιγμή προκαλεί μια βασισμένη στη μνήμη εικόνα του πόνου. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία προκύπτει ένα νέο νόημα, που επιτρέπει στο παιδί να λύσει το πρόβλημα του καθορισμού μιας κατάλληλης σχέσης με τη φωτιά, χωρίς να χρειάζεται να βρεθεί σε κίνδυνο να καεί ξανά. Σύμφωνα με αυτό το νέο νόημα, η φωτιά είναι ευχάριστη όταν το χέρι είναι αρκετά μακριά και επίπονη όταν είναι πάρα πολύ κοντά. Έτσι, μια νέα προδιάθεση προκύπτει, που είναι να προσεγγιστεί η φωτιά πιο προσεκτικά και σταδιακά, να βρεθεί η «καλύτερη» απόσταση από αυτή. Καθώς το παιδί συμμετέχει σε πολλές παρόμοιες εμπειρίες μάθησης, προκύπτει μια ακόμα πιο λεπτή και γενικότερη προδιάθεση να μάθει παρομοίως τον τρόπο προσέγγισης κάθε λογής αντικειμένων. Αυτό δημιουργεί την ικανότητα χρησιμοποίησης της φαντασίας σε πολλές διαφορετικές περιστάσεις για την επίλυση ενός ευρέος φάσματος προβλημάτων αυτής της γενικής φύσης.

Είναι σαφές ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να μεταφερθεί σε ακόμα πιο λεπτά και πιο αφηρημένα επίπεδα σκέψης. Σε κάθε στάδιο, αυτό που ήταν προηγουμένως ένα σχετικά λεπτό νόημα, μπορεί, όπως στην περίπτωση της φωτιάς, τώρα να θεωρηθεί ως μια σχετικά σωματική μορφή. Αυτή, με τη σειρά της, μπορεί να προκαλέσει την πρόθεση κάποιας δράσης. Η ενέργεια αυτής της πρόθεσης είναι σε θέση στη συνέχεια να οδηγήσει σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη ακολουθία εικόνων με ακόμη περισσότερες λεπτές έννοιες. Αυτό πραγματοποιείται με τρόπους που είναι παρόμοιοι με εκείνους που συνέβησαν με την εικόνα της φωτιάς. Προφανώς, αυτή η διαδικασία μπορεί να προχωρήσει επ’ αόριστο, σε επίπεδα όλο και μεγαλύτερης λεπτότητας. (Η λέξη «λεπτός» (subtle) βασίζεται σε μια ρίζα που σημαίνει «αραχνοΰφαντος» (finely woven), και η σημασία είναι «ραφιναρισμένος, λεπτεπίλεπτος, απατηλός, απροσδιόριστος, άυλος»).

Κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα μπορεί να θεωρηθεί στη συνέχεια από την πνευματική ή από την υλική πλευρά. Από την πνευματική πλευρά είναι ένα περιεχόμενο πληροφορίας με κάποια συγκεκριμένη έννοια νοήματος ως μια λεπτή εικονική δραστηριότητα. Αλλά από την υλική πλευρά είναι μια πραγματική δραστηριότητα που λειτουργεί για να οργανώσει τα λιγότερο λεπτά επίπεδα, και έτσι αυτή λειτουργεί ως το «υλικό,» με βάση το οποίο μια τέτοια λειτουργία λαμβάνει χώρα. Έτσι, σε κάθε στάδιο, το νόημα είναι η σύνδεση ή γέφυρα μεταξύ των δύο πλευρών.

Προτείνεται στη συνέχεια ότι μια παρόμοια σχέση ισχύει επ’ άπειρο σε επίπεδα ακόμα μεγαλύτερης λεπτότητας. Η πρόταση είναι ότι αυτή η δυνατότητα υπέρβασης κάθε συγκεκριμένου επιπέδου λεπτότητας είναι το βασικό χαρακτηριστικό στο οποίο βασίζεται η διάνοια. Δηλαδή, η όλη διαδικασία δεν είναι εγγενώς περιορισμένη από κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο σκέψης, αλλά είναι μονίμως ανοιχτή σε φρέσκιες, δημιουργικές και πρωτότυπες αντιλήψεις νέων νοημάτων.

Αυτός ο τρόπος θεώρησης του θέματος αντιπαραβάλλεται έντονα με τη συνηθισμένη έννοια, στην οποία αναφέρθηκα νωρίτερα, ότι η ύλη και το πνεύμα εκλαμβάνονται ως ξεχωριστές ουσίες. Σύμφωνα με την άποψη που προτείνω, το πνεύμα και η ύλη αποτελούν τις δύο πλευρές της μίας γενικής διαδικασίας, και οι οποίες (όπως η μορφή και το περιεχόμενο) χωρίζονται μόνο στη σκέψη και όχι στην πραγματικότητα. Έτσι υπάρχει μόνο μία ενέργεια η οποία είναι η βάση όλης της πραγματικότητας. Η μορφή, όπως συλλαμβάνεται από την πνευματική πλευρά, δίνει σχήμα στη δραστηριότητα αυτής της ενέργειας, η οποία στη συνέχεια δρα σε λιγότερο λεπτές μορφές διαδικασιών που αποτελούν, για αυτή τη δραστηριότητα, την υλική πλευρά. Κάθε μέρος παίζει έτσι και τους δύο ρόλους, δηλαδή, τον πνευματικό και τον υλικό, αλλά σε διαφορετικά περιεχόμενα και συνδέσεις. Δεν υπάρχει ποτέ κανένας πραγματικός διαχωρισμός ανάμεσα στην πνευματική και στην υλική πλευρά, σε οποιοδήποτε στάδιο της συνολικής διαδικασίας.

Αυτό συνεπάγεται, σε αντίθεση με τη συνηθισμένη άποψη, ότι το νόημα είναι ένα εγγενές και απαραίτητο μέρος της συνολικής μας πραγματικότητας, και δεν είναι απλώς μια καθαρά αφηρημένη και αιθερική ιδιότητα που υπάρχει μόνο στο μυαλό. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, στη ζωή του ανθρώπου, αρκετά γενικά, το νόημα είναι η ύπαρξη. Έτσι, αν κάποιος αναρωτιόταν για το ποιον κάποιου ανθρώπου, θα έπρεπε να συμπεριλάβει όλες τις χαρακτηριστικές τάσεις και προδιαθέσεις δράσης αυτού του ανθρώπου, οι οποίες, όπως είδαμε, προκύπτουν από το τι σημασία έχουν όλα τα πράγματα για αυτόν τον άνθρωπο. Έτσι τα νοήματά μας ρέουν μέσα στην ύπαρξή μας, και επειδή οι σωματικές μορφές είναι σημαντικές για αυτήν την ύπαρξη, η ύπαρξη με τη σειρά της ρέει πίσω στο νόημα. Το ένα έτσι καταλήγει να αντικατοπτρίζει το άλλο. Αλλά τελικά, το κάθε τι είναι το άλλο. Γιατί η δραστηριότητα την οποία παράγει η πληροφορία είναι η ύπαρξή μας, και αυτή η ύπαρξη είναι η πραγματικότητα και η δράση που έτσι «ενημερώνονται.» Έτσι το νόημα και η ύπαρξη χωρίζονται μόνο στη σκέψη, αλλά όχι στην πραγματικότητα. Δεν είναι παρά οι δύο πτυχές της μίας συνολικής πραγματικότητας.

Είναι σαφές ότι επειδή δεν υπάρχει κανένα όριο στα δυνατά επίπεδα λεπτότητας του νοήματος, η ύπαρξη που ρέει έξω από το νόημα είναι εξορισμού άπειρη και ανεξάντλητη. Μπορούμε να δούμε ότι αυτό συνεπάγεται το εξής: με έναν άλλον τρόπο επισημαίνεται ότι όλα τα νοήματα είναι σε κάποιο βαθμό διφορούμενα, επειδή κάθε περιεχόμενο βασίζεται σε κάποιο πλαίσιο. Αλλά αυτό το πλαίσιο με τη σειρά του μπορεί να αποτελέσει ένα περιεχόμενο το οποίο να βασίζεται σε ένα ακόμα ευρύτερο πλαίσιο (που μπορεί να περιλαμβάνει πολλά επίπεδα λεπτότητας), και ούτω καθεξής επ’ άπειρο. Έτσι τα νοήματα είναι εγγενώς ατελή και υπόκεινται στην αλλαγή, καθώς ενσωματώνονται σε ευρύτερα, βαθύτερα και πιο λεπτά νοήματα, που προκύπτουν μέσα σε νέα πλαίσια.

Είναι δυνατό να εξετάσουμε όλη αυτήν τη διαδικασία σε σχέση με την ελλοχεύουσα ή αναδιπλωμένη τάξη (implicate or enfolded order), για την οποία έχω μιλήσει αλλού. Δηλαδή, όλα αυτά τα επίπεδα και πλαίσια νοήματος αναδιπλώνουν το ένα το άλλο, και μπορεί να έχουν σημαντική σχέση μεταξύ τους. Το νόημα είναι έτσι μια συνεχώς διευρυνόμενη δομή, στην οποία η δυνητική σημασία του κάθε τμήματος πραγματώνεται πάντα με την ένταξή της σε ευρύτερα πλαίσια. Ως εκ τούτου δεν μπορεί αυτή ποτέ να είναι πλήρης ή τελική. Στα όρια του τι έχει, ανά πάσα στιγμή, κατανοηθεί υπάρχουν πάντα ασάφειες, μη ικανοποιητικά χαρακτηριστικά, και αποτυχίες δράσης που απορρέουν από την πρόθεση να ταιριάξουν με αυτό που συμβαίνει. Η ακόμα βαθύτερη πρόθεση είναι να γνωρίζει κάποιος αυτές τις διαφορές και να επιτρέψει στην όλη δομή να αλλάξει αν χρειάζεται. Αυτό θα οδηγήσει σε μια κίνηση στην οποία υπάρχει η συνεχής αναδίπλωση ακόμα πιο ολοκληρωμένων νοημάτων.

Αλλά, φυσικά, κάθε νέο νόημα που γίνεται έτσι αντιληπτό έχει κάποιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής στο οποίο οι ενέργειες που εκρέουν ίσως ταιριάζουν με αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα (π.χ., όπως στην περίπτωση του παιδιού για το οποίο «λαμπρό» σήμαινε «καλοσύνη» και «ευτυχία»). Τέτοια όρια μπορεί κατά κανόνα να επεκταθούν επ’ αόριστο μέσω επιπλέον αντιλήψεων νέων νοημάτων. Ωστόσο, όσο μακριά κι αν μπορεί να φτάσει αυτή η διαδικασία, θα εξακολουθούν να υπάρχουν όρια κάποιου είδους, τα οποία θα υποδεικνύονται από τις δυσαρμονίες μεταξύ των προθέσεών μας, βασισμένων σε αυτά τα νοήματα, και των πραγματικών συνεπειών που προκύπτουν από αυτές τις προθέσεις. Σε οποιοδήποτε στάδιο, η αντίληψη νέων νοημάτων μπορεί να επιλύσει αυτές τις διαφορές και δυσαρμονίες, αλλά θα συνεχίσουν να υπάρχουν όρια, έτσι ώστε η προκύπτουσα γνώση να παραμένει ελλιπής.

Αυτό που προτείνεται στη συνέχεια είναι αυτό που έχουμε ήδη επισημάνει· το νόημα είναι σε θέση να καταφέρει μια απεριόριστη επέκταση σε όλο και μεγαλύτερα επίπεδα λεπτότητας και πληρότητας. Αυτό μπορεί πραγματικά να πραγματοποιηθεί, ωστόσο, μόνο όταν νέες έννοιες γίνονται αντιληπτές ανά πάσα στιγμή. Φυσικά, τέτοιες φρέσκιες αντιλήψεις μπορούν να ρεύσουν ελεύθερα στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, η οποία δεν διατηρεί ένα σταθερό περιεχόμενο. Φαίνεται επομένως φυσικό να συμπεριλάβουμε τη βραχυπρόθεσμη μνήμη ως μια φυσική προέκταση της πρόσφατης αντίληψης. Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη μνήμη είναι ένα είδος σχετικά σταθερής καταγραφής, που τείνει να έχει μια συγκεκριμένη σταθερή ποιότητα. Φυσικά, ακόμη και οι σταθερές μνήμες μπορούν να εξασθενίσουν, ή να τροποποιηθούν με κάποιον τρόπο, καθώς τα νοήματά τους φαίνεται να αλλάζουν στην πραγματική εμπειρία. Εντούτοις, όταν η μακροπρόθεσμη μνήμη λειτουργεί ως ο σημαντικότερος παράγοντας για τη συνείδηση, δεν είναι σε θέση να μετατρέψει τη δική της δομή με θεμελιώδη τρόπο. Έχει πράγματι μόνο μια περιορισμένη ικανότητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις (π.χ. σχηματίζοντας συνδυασμούς οικείων εικόνων, ιδεών, αρχών, κλπ.).

Για να προχωρήσουμε πέρα από τα όρια αυτά, απαιτείται μια φρέσκια αντίληψη νέων νοημάτων. Για να δημιουργήσουμε νέα νοήματα με αυτόν τον τρόπο απαιτείται τουλάχιστον ένας δυνητικά άπειρος βαθμός εσωτερικότητας και λεπτότητας στις διανοητικές διεργασίες μας. Τέτοιες διανοητικές διαδικασίες απεριόριστα βαθιάς εσωτερικότητας και λεπτότητας μπορούν, ωστόσο, να ενσωματώσουν το περιεχόμενο της μνήμης μαζί με το υπόλοιπο της αντίληψης σε σύνολα, στα οποία, για παράδειγμα, οι μακροπρόθεσμες μνήμες μπορούν να λάβουν σχετικά νέες σημασίες. Έτσι, αν και η μνήμη είναι ουσιαστικά μηχανική όταν είναι ο σημαντικότερος παράγοντας σε λειτουργία, είναι εντούτοις σε θέση, σε ένα δευτερεύοντα ρόλο, να συμμετέχει σημαντικά στη δημιουργικότητα.

Η φυσική και η ενεργή πληροφορία

Μέχρι στιγμής, έχουμε εστιάσει κυρίως στην έννοια του νοήματος στο βαθμό που αυτό λειτουργεί στον άνθρωπο. Είδαμε, ωστόσο, ότι η έννοια της ενεργής πληροφορίας μπορεί να επεκταθεί, για να βρει εφαρμογή στους ραδιοφωνικούς δέκτες, στους υπολογιστές, και στη δραστηριότητα του DNA σε ένα κύτταρο. Θα ήθελα τώρα να προχωρήσω και να δείξω ότι μια παρόμοια έννοια μπορεί να ισχύει για όλη την άψυχη ύλη στο επίπεδο των πιο θεμελιωδών νόμων της φυσικής που είναι γνωστοί· αυτών της κβαντικής θεωρίας.

Θα ξεκινήσω εξετάζοντας ένα απλό σωματίδιο της ύλης· π.χ. ένα ηλεκτρόνιο. Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, ένα τέτοιο σωματίδιο δείχνει κυματικές ιδιότητες, καθώς και σωματιδιακές ιδιότητες. Προτείνω να το εξηγήσω αυτό υποθέτοντας ότι ενώ το ηλεκτρόνιο είναι ένα σωματίδιο, συνοδεύεται πάντα από ένα νέο είδος κυματικού πεδίου, που ορίζεται από την εξίσωση του Schrodinger (όπως οι εξισώσεις του Maxwell καθορίζουν τη διάδοση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου). Το ηλεκτρόνιο που συναντούμε στην πραγματικότητα πρέπει στη συνέχεια να γίνει κατανοητό από την άποψη ενός σωματιδίου και ενός πεδίου, που πάντα συνοδεύει το σωματίδιο.

Όταν βλέπει κανείς το νόημα της κυματικής εξίσωσης του Schrodinger εκφρασμένης σε αυτό το μοντέλο, αντιλαμβάνεται ότι υποδηλώνει την ανάγκη να προστεθεί στις κλασικές δυνάμεις που ενεργούν στο σωματίδιο ένα νέο είδος δύναμης, που απορρέει από αυτό που ονομάζεται κβαντικό δυναμικό.

Τα βασικά νέα χαρακτηριστικά της κβαντικής θεωρίας προέρχονται κυρίως από τις νέες ιδιότητες του κβαντικού δυναμικού. Από αυτά, ένα από τα πιο σημαντικά είναι ότι αυτό το δυναμικό σχετίζεται με την κυματοσυνάρτηση του Schrodinger με τέτοιο τρόπο ώστε να μην εξαρτάται από την ένταση του κύματος, αλλά μόνο από τη μορφή του. Αυτό σημαίνει ότι το κύμα Schrodinger δεν ενεργεί όπως, για παράδειγμα, ένα υδάτινο κύμα πάνω σε ένα πλωτό αντικείμενο για να το ωθήσει μηχανικά με μια δύναμη ανάλογη με την ένταση. Μάλλον, μια καλύτερη αναλογία θα ήταν αυτή που εξετάσαμε ήδη σε σχέση με τη συζήτησή μας σχετικά με την πληροφορία- π.χ. ένα πλοίο ή αεροπλάνο στον αυτόματο πιλότο που καθοδηγείται από ραδιοκύματα. Το πλοίο ή αεροπλάνο (με το αυτόματο πιλότο) είναι ένα αυτο-ενεργό σύστημα, δηλαδή έχει τη δική του ενέργεια. Αλλά η μορφή της δραστηριότητάς του καθορίζεται από το περιεχόμενο της πληροφορίας σχετικά με το περιβάλλον, η οποία μεταφέρεται από τα ραδιοκύματα. Αυτό το περιεχόμενο είναι ανεξάρτητο της έντασης των κυμάτων. Μπορούμε παρόμοια να θεωρήσουμε ότι το κβαντικό δυναμικό περιέχει ενεργή πληροφορία. Αυτή είναι δυνητικά ενεργή παντού, αλλά πραγματικά ενεργή μόνο όπου και όταν υπάρχει ένα σωματίδιο.


Μπορούμε να περιγράψουμε τι σημαίνει αυτό θεωρώντας το τι συμβαίνει σε μια στατιστική κατανομή ηλεκτρονίων που περνούν από ένα σύστημα δύο οπών και ανιχνεύονται σε μια οθόνη, όπως φαίνεται στην εικόνα παρακάτω.


Κάθε ένα από αυτά τα ηλεκτρόνια ακολουθεί ένα καλά καθορισμένο μονοπάτι που μπορεί να αποδειχθεί μαθηματικά ότι είναι κάθετο προς το μέτωπο του κύματος στο σημείο όπου είναι το σωματίδιο. Ας υποθέσουμε τώρα ότι θεωρούμε ένα καθορισμένο σωματίδιο έτσι ώστε να περνά μέσα από τη μία οπή. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει μια περίπλοκη διαδρομή, έτσι ώστε το σωματίδιο επηρεάζεται σημαντικά από ένα κβαντικό δυναμικό που καθορίζεται από την παρεμβολή των κυμάτων στις δύο σχισμές.  Είναι σαφές ότι ακόμα κι αν το ηλεκτρόνιο περνάει μόνο από τη μία σχισμή, η κίνησή του θα εξαρτηθεί από την πληροφορία που προέρχεται κι από τις δύο σχισμές. Πράγματι, ακόμη και σε αποστάσεις που η ένταση του κύματος είναι μικρή, μπορεί να υπάρχουν σημαντικές επιπτώσεις αυτού του είδους, διότι, όπως έχει επισημανθεί, το ηλεκτρόνιο ανταποκρίνεται με τη δική του ενέργεια στη μορφή του κύματος, όσο ασθενής κι αν είναι αυτή, και όχι στην έντασή του. Όπως έχουμε πει, αυτή η απόκριση μπορεί να απεικονίσει μακρινά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, και αυτό υπονοεί μια ορισμένη νέα ιδιότητα ολότητας του ηλεκτρονίου με το περιβάλλον, η οποία δεν είναι παρούσα στην κλασική φυσική. Με τον τρόπο αυτό, καταλαβαίνουμε ότι η διαδρομή κάθε σωματιδίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν η μία ή και οι δύο σχισμές είναι ανοικτές (γεγονός το οποίο δεν αντιμετωπίζεται στην κλασική φυσική). Αυτή είναι η προτεινόμενη εξήγηση του πώς το ηλεκτρόνιο μπορεί να συμπεριφέρεται κατά έναν τρόπο σαν σωματίδιο και κατά άλλον τρόπο σαν κύμα.

Έτσι, όπως είδαμε, κάθε επιμέρους σωματίδιο ακολουθεί μια περίπλοκη πορεία, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πληροφορία, που έχει τη μορφή ενός κύματος και που αντικατοπτρίζει ολόκληρο το περιβάλλον. Πάντως, το ηλεκτρόνιο τελικά φτάνει σε ένα συγκεκριμένο σημείο στην οθόνη, γεγονός που αναδεικνύει το σωματιδιακό του χαρακτήρα. Ωστόσο, σε μια τυχαία στατιστική κατανομή ηλεκτρονίων με την ίδια κυματοσυνάρτηση Schrodinger, μπορούμε να δούμε, όπως φαίνεται στην προηγούμενη εικόνα, ότι όλα αυτά τα σωματίδια «συνωστίζονται» για να παράγουν μια πεπλεγμένη κατανομή στην οθόνη. Το πεδίο της πληροφορίας στο κύμα Schrodinger αντικατοπτρίζεται έτσι στη στατιστική κατανομή, και με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να καταλάβουμε πώς η εξάρτηση του κάθε σωματιδίου σε αυτό το πεδίο πληροφορίας επιφέρει την κυματική συμπεριφορά μιας στατιστικής κατανομής τέτοιων σωματιδίων.

Το μοντέλο αυτό σημαίνει ωστόσο ότι ένα ηλεκτρόνιο (για παράδειγμα) δεν είναι μια απλή οντότητα σαν μια μπάλα του μπιλιάρδου αλλά ότι μπορεί να έχει μια εσωτερική πολυπλοκότητα συγκρίσιμη με εκείνη ενός ραδιοφώνου ή ενός οχήματος που καθοδηγείται από έναν αυτόματο πιλότο. Αλλά το να εξετάσουμε μια τέτοια έννοια έρχεται σε αντίθεση με τη γενική προσέγγιση της φυσικής κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι καθώς αναλύουμε την ύλη σε ολοένα και μικρότερες μονάδες, η συμπεριφορά της θα γίνεται όλο και πιο απλή. Εδώ, θεωρούμε ότι στο κβαντικό επίπεδο μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι πλέον επαρκής. Αντίθετα, η κατάσταση μοιάζει περισσότερο με αυτό που συμβαίνει σε έναν μεγάλο ανθρώπινο πληθυσμό. Ενώ σε μια μεγάλη μάζα ανθρώπων μπορούμε συχνά να κάνουμε κάποιες σχετικά απλές στατιστικές αναλύσεις, όταν φτάνουμε στο επίπεδο του ενός ανθρώπου ανακαλύπτουμε μια πολυπλοκότητα και λεπτότητα που αψηφά τις αναλυτικές μας δυνάμεις.

Οι τρέχουσες θεωρητικές έννοιες υποδεικνύουν ότι ένα ηλεκτρόνιο δεν είναι μεγαλύτερο από κάτι της τάξης των 10-6 cm. Είναι άραγε δυνατό να υπάρχει τόση δομή σε τόσο μικρό χώρο; Η εφαρμογή της κβαντικής θεωρίας στη βαρυτική θεωρία προτείνει ότι οι συνηθισμένες μας έννοιες του χώρου και του χρόνου θα ισχύουν μέχρι και μια απόσταση της τάξης αυτού που ονομάζεται μήκος Plank, το οποίο είναι περίπου 10-33 cm (κάτω από το οποίο όλες οι παρούσες φυσικές έννοιες πιθανώς καταρρέουν). Ανάμεσα στο μέγεθος των ηλεκτρονίων της τάξης των 10-6 cm και στο μήκος Plank των 10-33 cm, υπάρχει μια σειρά κλιμάκων που είναι τόσο μεγάλη όσο η διαφορά ανάμεσα στις καθημερινές διαστάσεις και στο θεωρούμενο μέγεθος του ηλεκτρονίου. Έτσι, υπάρχει άφθονος χώρος για τη δυνατότητα της απαιτούμενης δομικής πολυπλοκότητας.

Ως τώρα έχουμε συζητήσει μόνο για το σύστημα ενός σωματιδίου. Αν λάβουμε υπόψη ένα σύστημα πολλών σωματιδίων, η σημασία της ενεργής πληροφορίας για την κβαντική θεωρία γίνεται ακόμα πιο εμφανής.

Πρώτον, πρέπει να πούμε ότι στο σύστημα πολλών σωματιδίων η κυματοσυνάρτηση του Schrodinger δεν μπορεί πλέον να αναπαρασταθεί στο συνηθισμένο τρισδιάστατο χώρο. Πρέπει τώρα να θεωρηθεί σε έναν πολυδιάστατο χώρο, ο οποίος ονομάζεται χώρος φάσεων ή διαμόρφωσης (configuration space), στον οποίο υπάρχουν τρεις διαστάσεις για κάθε σωματίδιο. Ένα μόνο σημείο σε αυτόν τον πολυδιάστατο χώρο αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη διαμόρφωση ολόκληρου του συστήματος των σωματιδίων- εξού και το όνομα «χώρος διαμόρφωσης.»

Δεν είναι άμεσα δυνατό να φανταστεί κανείς έναν τέτοιον χώρο. Ωστόσο, αν θυμηθούμε ότι η ουσιαστική σημασία του κύματος στο σύστημα ενός σωματιδίου είναι ότι καθορίζει ένα είδος πληροφορίας, τότε η ερμηνεία μπορεί εύκολα να επεκταθεί στο σύστημα πολλών σωματιδίων. Γιατί είναι γνωστό ότι η πληροφορία, καθώς είναι ένα ιδιαίτερα αφηρημένο πράγμα, μπορεί να οργανωθεί και να γίνει κατανοητή σε οποιονδήποτε αριθμό διαστάσεων. Αυτό είναι μια φυσική εξέλιξη της ιδέας ότι το κύμα Schrodinger δεν πρέπει να θεωρείται σαν ένα πεδίο δύναμης, αλλά ως ένα πεδίο πληροφορίας.

Μια πιο προσεκτική ανάλυση των μαθηματικών για την περίπτωση αυτή δείχνει ότι το σύνολο των σωματιδίων υπόκειται τώρα σε ένα γενικευμένο είδος κβαντικού δυναμικού. Αυτό εξαρτάται από το πεδίο Schrodinger ολόκληρου του συστήματος πολλών-σωμάτων. Έτσι έχουμε μια επέκταση αυτής της ερμηνείας στο σύστημα πολλών-σωμάτων, όπου κάθε σωματίδιο είναι αυτο-ενεργό. Ωστόσο, η μορφή της δράσης του μπορεί τώρα να εξαρτάται από μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας που ανήκει σε όλο το σύστημα.

Η δραστηριότητα μιας τέτοιας κοινής δεξαμενής πληροφορίας στα πλαίσια της μηχανικής διακρίνεται καθαρότατα κατά την υπεραγώγιμη φάση των ηλεκτρονίων σε ένα μέταλλο. Αυτή είναι μια κατάσταση που μπορεί να προκύψει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, και στην οποία ένα ηλεκτρικό ρεύμα ρέει επ’ αόριστο χωρίς τριβή, επειδή τα ηλεκτρόνια δεν διασκορπίζονται από ανωμαλίες ή εμπόδια στο μέταλλο μέσα στο οποίο ρέουν. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, βλέπουμε ότι στην υπεραγώγιμη κατάσταση το κοινό μέρος της πληροφορίας προκαλεί μια οργανωμένη και συντονισμένη κίνηση των ηλεκτρονίων, που μοιάζει με ένα χορό μπαλέτου κατά τον οποίο τα σωματίδια παρακάμπτουν τις ανωμαλίες του μετάλλου χωρίς να διασκορπίζονται.

Καθώς η θερμοκρασία αυξάνεται, ωστόσο, η κατάσταση του συστήματος αλλάζει κατά τέτοιο τρόπο που η ιδιότητα της υπεραγωγιμότητας εξαφανίζεται. Η εξήγηση για αυτό είναι ότι το κυματικό πεδίο Schrodinger αρχίζει να χωρίζεται σε ανεξάρτητους παράγοντες, που αντιπροσωπεύουν ξεχωριστές δεξαμενές πληροφορίας, οι οποίες αντιστοιχούν σε παρόμοια υποσυστήματα, και τελικά, σε αρκετά υψηλές θερμοκρασίες, στα ίδια τα μεμονωμένα σωματίδια. Είναι σαν, στο μπαλέτο, οι χορευτές να αρχίζουν να χωρίζονται σε ξεχωριστές ομάδες που καθοδηγούνται από διαφορετικά «μοτίβα,» έως ότου τελικά κάθε άτομο εκτελεί το δικό του χορό, που δεν σχετίζεται με τους άλλους. Η συντονισμένη κατάσταση κίνησης ως εκ τούτου εξαφανίζεται, και τα ηλεκτρόνια συμπεριφέρονται περισσότερο σαν ένα ανοργάνωτο πλήθος ανθρώπων παρά σαν μια οργανωμένη ομάδα χορευτών.

Γενικότερα, μπορούμε να δείξουμε με μια εξέταση των μαθηματικών ότι η συμπεριφορά μεγάλης κλίμακας αντικειμένων, ιδιαίτερα σε κανονικές θερμοκρασίες, θα καθορίζεται από ξεχωριστές δεξαμενές πληροφορίας. Αυτό εξηγεί γιατί, στη συνηθισμένη μακροσκοπική εμπειρία, δεν βρίσκουμε στοιχεία αυτής της πρωτόφαντης οργανωμένης και συντονισμένης κβαντομηχανικής συμπεριφοράς. Αντίθετα, όπως μπορεί να αποδειχθεί, αυτή η τελευταία θα τείνει να γίνει σημαντική κυρίως στην μικροσκοπική κλίμακα (δηλαδή στο επίπεδο των ατόμων και των μορίων). Μπορεί να εμφανιστεί και σε μεγάλες κλίμακες, αλλά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν χαμηλές θερμοκρασίες, ή άλλες ασυνήθιστες πειραματικές συνθήκες που μπορούν να δημιουργηθούν στο εργαστήριο.

Η δυνατότητα ότι πολλά σωματίδια μπορούν να κινηθούν με τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω, σύμφωνα με μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας, συνεπάγεται ότι μπορεί να υπάρξει αυτό που ονομάζεται μη τοπική σύνδεση. Όπως στην περίπτωση του ενός σωματιδίου, αυτό συμβαίνει επειδή το κβαντικό δυναμικό δεν πέφτει αναγκαστικά σε μια αμελητέα τιμή όταν τα σωματίδια είναι χωρισμένα ακόμη και από μακροσκοπικές κλίμακες απόστασης.

Με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι μια τέτοια μη τοπική σύνδεση, που μπορεί να παράγει ένα είδος στιγμιαίας επαφής μακρινών σωματιδίων, θα παραβίαζε τη θεωρία της σχετικότητας, η οποία απαιτεί ότι κανένα σήμα δεν μπορεί να διαδοθεί ταχύτερα από το φως. Είναι δυνατόν να δείξουμε, ωστόσο, ότι το κβαντικό δυναμικό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μεταφέρει ένα σήμα, δηλαδή ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλά διατεταγμένη σειρά από παλμούς που θα μπορούσαν να μεταδώσουν ένα σαφώς καθορισμένο μήνυμα. Αλλά δεν θα προχωρήσω σε περισσότερες λεπτομέρειες σε αυτό το σημείο, καθώς δεν είναι κάτι που να έχει άμεση σχέση με το κύριο θέμα αυτής της εργασίας.

Η έννοια μιας τέτοιας μη τοπικής σύνδεσης προφανώς πηγαίνει αρκετά μακριά πέρα από το πλαίσιο των εννοιών που έχουν γενικά γίνει αποδεκτές από την κλασική φυσική. Αλλά, φυσικά, είναι μια απόλυτα λογική ιδέα. Και πράγματι, θα έλεγα ότι μεγάλο μέρος της αντίδρασης που έχει αντιμετωπίσει αυτή η έννοια προέρχεται από τη φύση της προκατάληψης που τείνει να εγείρεται εναντίον κάθε νέας άγνωστης έννοιας.

Στη συνέχεια, είδαμε ότι στην κβαντική θεωρία το κβαντικό δυναμικό μπορεί να θεωρηθεί αρκετά γενικά ότι αντιπροσωπεύει ενεργή πληροφορία, η οποία μπορεί να οργανωθεί σε δεξαμενές μεγεθών, που ποικίλουν ανάλογα με τις συνθήκες. Σε συμφωνία με την πρόταση ότι το νόημα είναι η δραστηριότητα, εικονική ή πραγματική, που ρέει έξω από αυτή την πληροφορία, οδηγούμαστε να θεωρήσουμε τις κινήσεις των αυτό-ενεργών σωματιδίων ως το νόημα αυτής της πληροφορίας. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, ότι η έννοια της ενεργής πληροφορίας και του νοήματος που έχει προταθεί σε πιο περιορισμένα πλαίσια (που περιλαμβάνουν τους ανθρώπους, τους υπολογιστές και το DNA) μπορεί τώρα να επεκταθεί στους βασικούς φυσικούς νόμους που ισχύουν για όλη την ύλη.

Η έννοια ότι το νόημα είναι αυτό που υπάρχει έχει επεκταθεί με αυτόν τον τρόπο στην άψυχη ύλη στο επίπεδο των πιο βασικών νόμων της φυσικής που μας είναι γνωστοί μέχρι στιγμής. Έτσι, αν αναρωτιόμασταν τι είναι ένα ηλεκτρόνιο, θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε στην απάντηση μια περιγραφή του πώς αυτό συμπεριφέρεται κάτω από διάφορες συνθήκες. Σύμφωνα με την κλασική φυσική, το ηλεκτρόνιο είναι μια οντότητα που κινείται μηχανικά και εκτρέπεται μόνο από εξωτερικές δυνάμεις και πιέσεις, οι οποίες γενικά δεν αντικατοπτρίζουν σε σημαντικό βαθμό απόμακρα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντός του. Αλλά σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, το ηλεκτρόνιο είναι κάτι που μπορεί σημαντικά να ανταποκρίνεται σε πληροφορίες από μακρινά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντός του, και αυτός ο τρόπος απόκρισης, που αποτελεί το νόημα της πληροφορίας, είναι θεμελιώδης στην απάντηση τι είναι το ηλεκτρόνιο.

Σε αναλογία με τα όσα ελέχθησαν σχετικά με τις ανθρώπινες εμπειρίες, τα σωματίδια που αποτελούν την ύλη σε γενικές γραμμές μπορούν να θεωρηθούν ότι αντιπροσωπεύουν ένα πιο ογκώδες (εκπεφρασμένο) σωματικό επίπεδο δραστηριότητας, ενώ το κυματικό πεδίο του Schrodinger αντιστοιχεί σε ένα λεπτότερο, πιο ελλοχεύον και «πνευματικό» επίπεδο. Στην ανθρώπινη εμπειρία, ωστόσο, έχει προταθεί ότι κάθε «πνευματικό» επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί ως ένας σωματικός φορέας μορφής όταν ιδωθεί από ένα ακόμα λεπτότερο επίπεδο. Αυτό σημαίνει πρώτα ότι η πληροφορία που αντιπροσωπεύεται από το κυματικό πεδίο Schrodinger «μεταφέρεται» από ένα λεπτότερο επίπεδο της ύλης που δεν έχει ακόμα άμεσα αποκαλυφθεί. Αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι συνεπάγεται ότι μπορεί να υπάρχει ένα λεπτότερο επίπεδο πληροφορίας που καθοδηγεί το πεδίο του Schrodinger, όπως η πληροφορία του πεδίου Schrodinger καθοδηγεί τα σωματίδια. Αλλά αυτό με τη σειρά του αποτελεί μια ακόμη πιο λεπτή «σωματική» μορφή, στην οποία δρα ένα ακόμα πιο λεπτό είδος πληροφορίας, και ούτω καθεξής. Μια τέτοια ιεραρχία θα μπορούσε να συνεχισθεί επ’ άπειρο. Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι οι παρόντες κβαντομηχανικοί νόμοι είναι μόνο απλοποιήσεις και αφαιρέσεις από ένα τεράστιο σύνολο, του οποίου εμείς μόνο «ξύνουμε την επιφάνεια.» Δηλαδή, στα φυσικά πειράματα και στις παρατηρήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι τώρα, τα βαθύτερα επίπεδα αυτής της ολότητας δεν έχουν ακόμα φανερωθεί.

Με αυτόν τον τρόπο, καταλήγουμε σε μια έννοια της ύλης η οποία σε γενικές γραμμές βρίσκεται σε στενή παραλληλία με όσα προτείναμε νωρίτερα σε ό,τι αφορά τη σχέση του πνεύματος και της ύλης στα ανθρώπινα όντα. Πώς τότε συνδέονται αυτές οι δύο ιεραρχίες της ενεργής πληροφορίας, το υλικό και το πνευματικό; Ή μήπως τελικά υπάρχουν δύο διακριτές και ανεξάρτητες μεταξύ τους ιεραρχίες;

Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο μια τέτοια ιεραρχία. Σε αυτήν, το πιο λεπτά επίπεδα, κάποια από τα οποία βιώνουμε ως σκέψεις, συναισθήματα, πρόθεση, θέληση, κ.λπ., συγχωνεύονται συνεχώς με λιγότερο λεπτά επίπεδα. Και επομένως, αυτό που βιώνουμε ως πνεύμα τελικά συνδέεται, σωμα-σημαντικά, και σημα-σωματικά, με το κυματικό πεδίο Schrodinger και με τα σωματίδια. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να εξηγήσουμε πώς η ύλη στο συνηθισμένο επίπεδο είναι αναγνωρίσιμη μέσω αυτού που ονομάζεται πνεύμα, και πώς αυτό το τελευταίο μπορεί να επηρεάσει αυτό που ονομάζεται σώμα, και κατ’ επέκταση την ύλη. Όπως με την πληροφορία και το νόημα, το πνεύμα και το σώμα αποτελούν τις δύο πλευρές της ίδιας διαδικασίας, διαχωρισμένες μόνο στη σκέψη αλλά όχι στην πραγματικότητα.

Αυτό συνεπάγεται φυσικά ότι η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι κάτι που βρίσκεται έξω από το σύμπαν της ύλης. Αλλά η ύλη φτάνει έτσι να σημαίνει μια ολότητα της ύπαρξης, σε τέτοιο βαθμό λεπτότητας που να βρίσκεται πέρα από οποιοδήποτε προσδιορίσιμο όριο. Και έτσι, μπορεί ισοδύναμα να ονομαστεί πνεύμα, ή «πνευματική-ύλη» ή «υλικό πνεύμα.» Σε αυτήν τη μία και μοναδική ολότητα, το νόημα παρέχει όλη την ύπαρξη.

Ο διάλογος ως μια ελεύθερη ροή νοήματος

Έτσι προτείνεται ότι μπορεί να υπάρχουν κοσμικά νοήματα, πέρα από κάθε προσωπική ύπαρξη, ή ακόμη πέρα και από το σύνολο της ανθρωπότητας. Αλλά από την άλλη πλευρά, τα ανθρώπινα νοήματα επηρεάζουν όχι μόνο το σώμα του ατόμου που τα διατηρεί, αλλά και εκείνο άλλων ανθρώπων στους οποίους αυτά τα νοήματα κοινωνούνται. Και αντίστροφα, η ύπαρξη καθενός ατόμου επηρεάζεται βαθιά από τα νοήματα της κοινωνίας στο σύνολό της, καθώς και από εκείνα στη φύση και στο σύμπαν. Επιπλέον, τέτοια νοήματα μεταφέρονται στην άψυχη ύλη, καθώς οι άνθρωποι με το έργο τους επηρεάζουν βαθειά ολόκληρο το περιβάλλον, που με τη σειρά του επηρεάζει σημαντικά τους ίδιους. Η πεμπτουσία όλης της ύπαρξης είναι επομένως η ροή του νοήματος, το οποίο είναι ένα γενικευμένο είδος επικοινωνίας. Σε αυτήν τη ροή, τα πάντα αναδιπλώνουν τα πάντα και ξεδιπλώνονται στα πάντα. Είναι βασικά μια δημιουργική ροή, και η παρουσία μέσα της σχετικά σταθερών μορφών είναι ένα είδος προσωρινής κρυστάλλωσης του νοήματος, το οποίο μπορεί, ωστόσο, να βυθιστεί πίσω στη ροή όταν οι συνθήκες αλλάξουν.

Στην κοινωνία, ο βασικός φορέας του νοήματος είναι ο πολιτισμός, που είναι πράγματι ακριβώς μοιρασμένο νόημα. (Έτσι η τέχνη, η λογοτεχνία, η επιστήμη, κ.λπ., που συνήθως εννοούνται να αποτελούν μέρη του πολιτισμού, συμφωνούν με αυτό το νόημα.) Είναι σημαντικό οι μορφές του πολιτισμού (καθώς και εκείνες της κοινωνικής οργάνωσης) να μην είναι υπερβολικά άκαμπτες, αλλιώς η κοινωνία θα καταρρεύσει από τον κατακερματισμό. Μπορούμε να το συγκρίνουμε αυτό με ό,τι συμβαίνει σε ένα σύνολο ηλεκτρονίων σε ένα μέταλλο. Μπορούν να κινούνται μαζί χάρη σε μια οργανωμένη και συνεκτική κοινή δεξαμενή πληροφορίας· αλλιώς μπορεί να διασπαστούν σε ξεχωριστές ομάδες ή ακόμη και σε μεμονωμένα σωματίδια, που κινούνται σύμφωνα με ξεχωριστές και ανεξάρτητες δεξαμενές πληροφορίας. Όταν η ανθρώπινη κοινωνία ως σύνολο διασπάται σε ξεχωριστά έθνη, θρησκείες, ιδεολογίες, και άλλες ομάδες, τότε υπάρχουν πολλές υποομάδες που αγνοούν σε μεγάλο βαθμό η μία την άλλη, και έτσι το σύνολο καταρρέει επειδή δεν υπάρχει καμία κοινή δεξαμενή αμοιβαίου νοήματος. Τελικά, αυτό μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο το κάθε άτομο να μοιάζει να κατέχει ξεχωριστή και ανεξάρτητη δεξαμενή νοήματος, η οποία μπορεί με τη σειρά της να διασπαστεί σε πολλές επί μέρους δεξαμενές. Ένα τέτοιο άτομο αισθάνεται μόνο, ακόμη και ανάμεσα σε άλλους, γιατί χωρίς ένα κοινό βαθύτερο και λεπτότερο νόημα, οι άνθρωποι έχουν μόνο μια επιφανειακή και τυπική σχέση μεταξύ τους.

Ένας από τους σημαντικότερους λόγους γιατί ένας τέτοιος κατακερματισμός συμβαίνει είναι ότι κάθε άτομο, κάθε ομάδα, κ.λπ., τείνει να διατηρεί αυστηρά ορισμένα βασικά νοήματα, τα οποία ως εκ τούτου είναι αδιαπραγμάτευτα. Έτσι, όταν συναντώνται ανθρώπινες ομάδες ο στόχος είναι η μία ομάδα να πείσει για τις θέσεις της την άλλη ομάδα, ή να την κάνει να τις υιοθετήσει. Πολύ συχνά αυτό οδηγεί σε αντιπαράθεση στην οποία καμία πραγματική επικοινωνία δεν είναι δυνατή, γεγονός το οποίο και πάλι οφείλεται στην επιφανειακή αντιμετώπιση.

Αυτό που χρειάζεται εδώ είναι ένας γνήσιος διάλογος. Η λέξη αυτή προέρχεται από τις Ελληνικές λέξεις «δια» και «λόγος.» Αλλά αυτό που τονίζεται εδώ δεν είναι η λέξη καθαυτή (δηλαδή ο ήχος) αλλά το νόημά της. Ο διάλογος είναι μια ελεύθερη ροή νοήματος μεταξύ των ανθρώπων. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εδώ την εικόνα ενός ρεύματος που ρέει ανάμεσα στις δύο όχθες ενός ποταμιού.

Αυτό που προέχει για το διάλογο είναι ότι ενώ ένα άτομο μπορεί να προτιμά μια ορισμένη θέση, δεν τη διατηρεί αδιαπραγμάτευτα. Ένα τέτοιο άτομο είναι έτοιμο να ακούσει τους άλλους με επαρκή συγκατάθεση και ενδιαφέρον, ώστε να κατανοήσει το νόημα της θέσης του άλλου και να είναι σε θέση να μπορεί να αλλάξει τη δική του άποψη αν υπάρχει καλός λόγος να το πράξει αυτό. Προφανώς, ένα πνεύμα καλής θέλησης ή φιλίας είναι απαραίτητο για να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν είναι αυτό συμβατό με ένα πνεύμα που είναι ανταγωνιστικό, αμφιλεγόμενο, ή επιθετικό.

Αν οι άνθρωποι είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε έναν πραγματικό διάλογο, τότε μπορεί να υπάρξει μια ελεύθερη ροή νοήματος, έτσι ώστε να προκύψει δημιουργικά μια νέα κοινή δεξαμενή, που επιτρέπει στην ομάδα να κινηθεί από κοινού με τρόπο συνεκτικό και νοήμονα. Αυτό θα συμβεί όταν οι άνθρωποι είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις διαφωνίες τους χωρίς αντιπαράθεση ή ευγενική αποφυγή του θέματος, και όταν είναι πρόθυμοι να διερευνήσουν από κοινού απόψεις με τις οποίες μπορεί οι ίδιοι να μη συμφωνούν. Αν μπορούν με αυτόν τον τρόπο να συμμετέχουν σε έναν διάλογο που είναι απαλλαγμένος από υπεκφυγές ή θυμό, θα ανακαλύψουν ότι καμία δεδομένη θέση δεν είναι τόσο σημαντική που να αξίζει να διατηρηθεί με τίμημα το μπλοκάρισμα της δημιουργικότητας του ίδιου του διαλόγου. Αν το αντίθετο συνέβαινε σε μεγάλη κλίμακα, θα αποτελούσε έναν επαναστατικό μετασχηματισμό της φύσης του πολιτισμού, και ακόμη της ίδιας της συνείδησης.

Ελπίζω ότι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και συζήτησης των ιδεών στην αναζήτηση του νοήματος μπορούμε όχι μόνο να διερευνήσουμε τη φύση του διαλόγου ως μια ελεύθερη ροή του νοήματος, αλλά επίσης, να νιώσουμε ενθάρρυνση να συμμετάσχουμε σε έναν πραγματικό διάλογο που έχει αναζητηθεί εδώ. Έτσι, μπορεί να είμαστε σε θέση να δούμε στην πραγματικότητα αν η έννοια ότι το νόημα είναι η ύπαρξη ισχύει ή όχι.